Έχασα τη ζωή μου

Alberto Pancorbo

Κι έτσι καθώς τα κάρβουνα πυρωμένα
ανάσαιναν την ανέχειά μου στην καρδιά
της καπνισμένης πόλης, αντίστροφα
κάρβουνο γκρι η καρδιά μου, στη ράχη
φτερούγες γυμνές, χείλη σβησμένα.
ξένος ο άνεμος ξένος κι ο καιρός
απ’ τη στέγη με πήρε, μ’ έριξε κι έγινε
γκρεμνός το σπίτι μου που το ’φτιαξα
στον ήλιο αντίκρυ και στη θάλασσα
τώρα μαύρο το βουνό, τ’ όνειρο νηστικό,
στ’ απόνερα πέφτω να πνιγώ πλοίου αναψυχής.

Στ’ αγρυπνισμένο δέντρο της πλατείας
βρόχο ρίχνω πέφτω στο κενό της εποχής,
σε χαρτί τιποτένιο με μολύβι σπασμένο
ζωγραφίζω ένα γιατί, άνευ ουσίας,
το σβήνω χιαστί. πώς έχασα τη ζωή μου
κι έστρεψα σ’ εμένα την ντροπή της πατρίδας.

Με το ποίημα που απήγγειλα μικρός για το ’21,
ό,τι εξαργύρωσαν οι αγωνιστές εκείνοι,
κι ένα ζεϊμπέκικο με στίχους άνευ σημασίας
δεν χώρεσα κι ούτε προχώρεσα βήμα κανένα.

Το σπίτι μου το περιβόλι μου ρημάδια
της μάνας μου τα χέρια άδεια
έσκυψα τα φίλησα, δεν της αντιμίλησα
στη νοτιά σάπια μήλα, σ’ ακρογιάλια πετράδια
τσακισμένα κι όσο περίσσεψε από ’μενα
του γενναίου και του φτωχού το δίνω. εγώ
κοιμάμαι πια εδώ στων κουρελιών τα χάδια.


γιώργος παναγιωτίδης

 επιστροφή