Αυτό το νέο τέρας, το ακαδημαϊκό μυθιστόρημα, έχει κάποια ιδιόμορφα χαρακτηριστικά. Ο συγγραφέας δεν γράφει απλά ένα μυθιστόρημα, αλλά εγγράφεται σε αυτό. Δεν ζει σε μια σοφίτα όπου γράφει, αλλά διερευνά επιστημονικά. Δεν γράφει ιδιωτικά αλλά έχει έναν επόπτη πίσω από το γράψιμό του. Δεν στέλνει το χειρόγραφο σε έναν εκδότη μόλις το ολοκληρώσει, αλλά το υποβάλλει επίσημα σε μία ακαδημαϊκή επιτροπή. Δεν το γράφει για τον εαυτό του και για όσους αναγνώστες μέλλεται να το διαβάσουν, αλλά το γράφει για τους επόπτες του αρχικά, και στη συνέχεια, για τους εξεταστές του. Υποψιάζομαι, το μυθιστόρημα αισθάνεται σαν να έχει σταλεί σε ένα ορφανοτροφείο ή σε ένα ζωολογικό κήπο, ένα καλοπροαίρετο μέρος, αλλά όχι πραγματική οικογένεια, το οποίο δεν είναι η φυσική του πατρίδα και όπου αισθάνεται αποπροσανατολισμένο και έστω απρόθυμα ευχαριστημένο που κάποιος ενδιαφέρεται για τη συντήρησή του. Το μυθιστόρημα που απλά ήθελε να συμπορευτεί με τον συγγραφέα του, βρίσκεται σήμερα κάτω από το εκτυφλωτικό φως των ακαδημαϊκών προβολέων. (Harper and Kroll, 2008: 10)
Το αληθινά δημιουργικό μυαλό σε κάθε πεδίο δεν
είναι τίποτα περισσότερο από αυτό: Ένα ανθρώπινο πλάσμα γεννημένο
αντικανονικά, απάνθρωπα ευαίσθητο. Για αυτό, ένα άγγιγμα είναι ένα
χτύπημα, ένας ήχος είναι ένας θόρυβος, μία ατυχία είναι μία τραγωδία, η
χαρά είναι μία έκσταση, ένας φίλος είναι ένας εραστής, ένας εραστής
είναι ένας θεός, μία αποτυχία είναι ένας θάνατος. Προσθέστε, σε αυτόν
τον εξαιρετικά λεπτεπίλεπτο οργανισμό, την ακατάπαυστη ανάγκη να
δημιουργεί, να δημιουργεί έτσι ώστε χωρίς τη δημιουργία να κόβεται η
ίδια του η ανάσα. Πρέπει να δημιουργεί, πρέπει να ξεχειλίζει από
δημιουργικότητα. Από κάποια παράξενη, άγνωστη, εσωτερική κατεπείγουσα
ανάγκη, δεν είναι αληθινά ζωντανός, εκτός αν δημιουργεί. (Pearl Sydenstriker Buck)