Υπερασπίζοντας τον ελληνικό μαγικό ρεαλισμό


ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΚΡΗΤΗΣ, ΤΜΗΜΑ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ

Ερώτων και αοράτων
Υπερασπίζοντας τον ελληνικό μαγικό ρεαλισμό

Αίθουσα Συνεδριάσεων Τμήματος Φιλολογίας

Μια λογοτεχνική μέθοδος περισσότερο παρά ένα ευδιάκριτο ή έστω καθορισμένο ευκρινώς λογοτεχνικό είδος, ο μαγικός ρεαλισμός ως εύρημα επιδιώκει να είναι ο όρος που θα περιγράψει την παραδοξότητα της συμπλοκής δύο κατά συνθήκη αντιθέτων. Φαινομενικά πρόκειται για έναν ολότελα παράλογο ή ανορθόδοξο συγκερασμό, σα να ήθελε κάποιος να συμφιλιώσει τη ζωή με το θάνατο ή σα ν’ αντιπαραθέτει την προ-αποικιακή περίοδο με τη σημερινή μετά-βιομηχανική. Ο μαγικός ρεαλισμός χαρακτηρίζεται από δύο, συγκρουσιακές και/ή αλληλένδετες μεταξύ τους αντιλήψεις του Κόσμου. Από τη μία η αισθητηριακή αντίληψη – η μέθοδος που καλύπτεται από μιαν επιστημοσύνη ή έναν φόβο θα έλεγα απέναντι στην κριτική του ορθολογισμού της επιστήμης και από την άλλη η έξω-αισθητηριακή αντίληψη – η μέθοδος που σκέπτεται διαισθητικά και συμπλέκεται με τη μεταφυσική και τη θεολογία σε κάποιες περιπτώσεις. Αυτός ο συγκερασμός μάλιστα δεν γίνεται με την αντιπαράθεση της μεταφυσικής στην εκλογικευμένη οπτική της πραγματικότητας αλλά με την αποδοχή της μεταφυσικής επίσης ως πραγματικότητας – ή καλύτερα ως αναπόσπαστου μέρους της πραγματικότητας.. Η διαφορά λοιπόν από το ξεκάθαρα φανταστικό είναι ουσιαστική γιατί εδώ το φανταστικό τίθεται στον κανονικό και σύγχρονο κόσμο, συμπλέκεται σε ολωσδιόλου αυθεντικές περιγραφές ανθρώπινων πράξεων και κοινωνικών δομών ως τμήμα του κόσμου, εύλογο και καθημερινό. Ο μαγικός ρεαλισμός , αν είναι ευκρινώς ξέχωρο λογοτεχνικό – ή και καλλιτεχνικό ευρύτερα – είδος, είναι τελικά το μοναδικό που δέχεται και προτείνει το μυθικό, το παραδοσιακό/μεταφυσικό στοιχείο ως μέρος μιας συμβατικής λογοτεχνικής διαδικασίας και το διαχειρίζεται ως τέτοιο, επιπλέον δε, χωρίς κανένα ίχνος ξαφνιάσματος ή έκπληξης.
   Η καθημερινότητά μας δυνητικά απαρτίζεται τόσο από ρεαλιστικά όσο και από μεταφυσικά συστατικά. Η μεταφυσική απορία αποτέλεσε την απαρχή της φιλοσοφίας. Ο αυστριακός φιλόσοφος Ludwig Wittgenstein πολέμιος τόσο της μεταφυσικής όσο και του επιστημονισμού, στοχαστής των ορίων της γλώσσας και του νοήματος, δεν ήθελε να διορθώσει τον συζητητή του, υπενθυμίζοντάς του τα όρια μεταξύ του νοήματος και της ανοησίας, αλλά να συζητήσει μαζί του πάνω στις ρίζες της μεταφυσικής του ανησυχίας και να του προσφέρει μια μέθοδο, εάν την επιθυμεί, για την απαλλαγή του από την ανησυχία αυτή. Ο κόσμος είναι όλα όσα συμβαίνουν διατείνεται ο Wittgenstein και θα συμπλήρωνα, πολλά απ’ αυτά που συμβαίνουν μοιάζουν έστω και λίγο μεταφυσικά. Συμπληρώνει όμως ότι για όσα δεν μπορεί να μιλά κανείς θα πρέπει να σωπαίνει. Αυτή η άποψη του Κόσμου μπορεί να μοιάζει κατά κάποιο τρόπο με την άποψη του μαγικού ρεαλισμού αλλά κυρίως πιστεύω, μπορεί ν’ αποτελέσει ένα κατάλληλο πρίσμα για τον αναγνώστη που θα ήθελε να προσεγγίσει τον μαγικό ρεαλισμό και ν’ αμβλύνει ίσως την αντίδραση του αν αυτός είναι κυρίως ορθολογιστής.
   Το πρόβλημα εδώ είναι πως οτιδήποτε ανεξήγητο, αλλόκοτο ή ανοίκειο κατά τον ορθολογικά δομημένο δυτικό πολιτισμό φαίνεται ως μαγικό καθώς ο δυτικός τρόπος σκέψης ορίζεται ως ορθολογικός. Αυτή τη θέση όμως έρχεται στις μέρες μας να υποσκάψει η κατ’ εξοχήν ορθολογική επιστήμη, η φυσική. Τα σύνορα μεταξύ πραγματικού και μεταφυσικού θεωρώ ότι πλέον είναι ευάλωτα και το σκεπτικό του φιλόσοφου δεν θα μπορούσε πια να έχει εφαλτήριο μιαν τέτοια αντίθεση που αν δεν αμφισβητείται, τουλάχιστο αμβλύνεται. Ο Μεγάλος Επιταχυντής Αδρονίων (LHC), του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Έρευνας Στοιχειωδών Σωματιδίων (CERN), δίνει ένα κύριο χτύπημα στα θεμέλια αυτής της αντίθεσης. Με το πολύ σημαντικό αυτό πείραμα που διεξάγεται στα γαλλοελβετικά σύνορα, οι επιστήμονες ανά τον κόσμο περιμένουν με αγωνία να δουν πράγματα που δεν ξέρουν αν υπάρχουν στη φύση (π.χ. άλλες διαστάσεις), ή έστω να επιβεβαιώσουν κεντρικές θεωρίες της φυσικής και της κοσμολογίας, για παράδειγμα ότι υπάρχει το σωματίδιο "μποζόνιο του Χιγκς", που υποτίθεται ότι έδωσε μάζα στην ύλη, ή ότι όντως υπάρχουν η σκοτεινή ύλη και η σκοτεινή ενέργεια. Ένα πείραμα το οποίο μπορεί να ανατρέψει τις καθιερωμένες θεωρίες και το βασικό κοσμολογικό μοντέλο των φυσικών.
   Πιστεύω πως οτιδήποτε μαγικό πραγματώνεται σε μιαν αόρατη, στρατηγικής σημασίας, οριογραμμή μεταξύ του συνήθους, του κανονικού και του ασυνήθους, του αδύνατου. Αυτό όμως το σύνορο μεταβάλλεται με την εμπειρία, τον εθισμό και την εξάσκηση, με την εκπληκτική ανθρώπινη δυνατότητα να οικειοποιούμαστε τελικά πράγματα. Με την πάροδο του χρόνου και την επαναλαμβανόμενη εμπειρία ακόμα και το πλέον υπερφυσικό γεγονός μπορεί να μετατραπεί από μαγικό σε ένα επιπλέον συστατικό της πραγματικότητας. Για παράδειγμα το διάβασμα ως ικανότητα, υπήρξε κάποτε προφανώς μια «μαγική» ιδιότητα που προσέδιδε σχεδόν θεϊκές δυνάμεις σε όσους μπορούσαν να εκπαιδευτούν σ’ αυτήν ενώ σήμερα αποτελεί για μια τεράστια πλειοψηφία ανθρώπων μια συνήθη ικανότητα. Ο κόσμος μας μου μοιάζει τελικά πως είναι φτιαγμένος από πλήθος συστατικών που κάποτε υπήρξαν μαγευτικά – εκπληκτικά και σήμερα αντιλαμβανόμαστε πια ως κοινότοπα και πεζά.
   Επιπρόσθετα ή ίσως και αντίστροφα θα μπορούσε κανείς εδώ να επικαλεστεί την μεταφυσική της καθημερινότητας. Ως εργαλείο, ο μαγικός ρεαλισμός μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να εξερευνήσει χαρακτήρες ή κοινωνίες που βρίσκονται έξω από την αντικειμενικά καθολικό ρεύμα ή από την κουλτούρα μας. Δεν είναι μόνο οι θρησκευόμενοι για τους οποίους το μεταφυσικό είναι πάντα παρόν και τα θαύματα περιμένουν στην επόμενη γωνία, ούτε μόνο οι πιστοί για τους οποίους οι άγγελοι εμφανίζονται πραγματικά και στους οποίους ο Θεός μιλάει αυτοπροσώπως. Σε μια μαγικά ρεαλιστική πραγματικότητα ενοικούν και οι Λατινοαμερικάνοι, οι Ινδιάνοι ή οι Αφρικανοί οι οποίοι επίσης μπορούν να μας προσφέρουν μιαν εναλλακτική οπτική της πραγματικότητας εξίσου όμως μαγικής για μας. Το ίδιο εναλλακτικές μπορεί να είναι και οι πραγματικότητες ανθρώπων ή ομάδων της ίδιας κοινωνίας. Η μεταφυσική για παράδειγμα ενός αναρχικού τεμαχίζει την ενιαία πραγματικότητα (η οποία, ασχέτως αν έχει πολλές εκφάνσεις, είναι ενιαία…) σε δυο αδιάκοπα αντιμαχόμενα στρατόπεδα. Η Κοινωνία το ένα και το Κράτος το άλλο. Δύο έννοιες ολότελα μεταφυσικές, αφού έχουμε να κάνουμε με συστήματα και μηχανισμούς τα οποία μπορεί μεν να προέρχονται από τον άνθρωπο αλλά τον υπερβαίνουν. Εν είδη μαγικού ρεαλισμού σ’ αυτήν την περίπτωση, το κακό κράτος ως μυθολογικό τέρας εκμεταλλεύεται την αγνή μας κοινωνία.
   Η θρησκεία, ως μια λαϊκή φιλοσοφία, αποτέλεσε και συνεχίζει ν’ αποτελεί μια βαλβίδα κρίσιμης εκτόνωσης του φόβου του θανάτου και γι’ αυτό, τουλάχιστον έως τις μέρες μας, ικανή παρηγοριά για τη μεταφυσική αγωνία του απλού ανθρώπου. Ο φόβος, ως ομίχλη ανάμεσα στα μάτια του ανθρώπου και τη φύση τον οδήγησε στην πιο έξω-φυσική, και όχι μεταφυσική, αντίληψη περί της Θεϊκής αρχής του Κόσμου όπως την έθεσε ο Θωμάς Ακινάτης. Τίποτα δηλαδή δεν προκαλείται από μόνο του γιατί κάθε αιτιατό έχει ένα πρότερο αίτιο. Πρόκειται για μια αρχή που επιχειρεί να ερμηνεύσει τη ροπή προς την αυξανόμενη πολυπλοκότητα μέσα στην έμβια ύλη. Ένα υλιστικό αντίστοιχο αυτής της θέσης θα μπορούσε να είναι η ιδέα του θεωρητικού φυσικού Lee Smolin, μια ελκυστική δαρβινική παραλλαγή της θεωρίας του «πολύ – σύμπαντος» σύμφωνα με την οποία θυγατρικά σύμπαντα γεννιούνται από μητρικά σύμπαντα, όχι σε μια Καθολική Μεγάλη Σύνθλιψη αλλά πιο τοπικά σε μαύρες τρύπες. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο απόψεις είναι καίρια. Στην περίπτωση του Smolin μπορούμε να προσδοκούμε για ένα ακόμα προγενέστερο αίτιο ενώ στην περίπτωση του Ακινάτη θα πρέπει να σταματήσουμε στο Θεό ως πρώτο αίτιο χωρίς άλλο πρότερο, γεγονός που μας εμπλέκει στο έξω – λογικό, στο έξω - φυσικό και πάντως όχι στο μεταφυσικό.
   Θα μπορούσε ακόμα κάποιος να ισχυριστεί ότι ο μαγικός ρεαλισμός συγγενεύει με το γνωστικισμό αφού το γνωστικιστικό πνεύμα εκφράζει μιαν αγωνία η οποία έχει βαθύ υπαρξιακό περιεχόμενο. Σ’ αυτήν την περίπτωση όμως το νόημα δεν βρίσκεται στη ζωή, και η πρόταση είναι η φυγή από τον Κόσμο, η στροφή στον Εαυτό και η αναζήτηση νοήματος εντός του. Η φορά των πραγμάτων στο μαγικό ρεαλισμό είναι εντελώς αντίθετη. Το εσωτερικό, το υπαρξιακό περιεχόμενο του Κόσμου είναι εκείνο που έρχεται έξω, που συμμετέχει στη ζωή ως μέρος της και όχι ως αντίποδάς της.
   Ο όρος «μαγικός ρεαλισμός», ο οποίος αρχικά χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει μια σχολή ζωγραφικής το 1920, χρησιμοποιείται στις μέρες μας για να ορίσει μυθιστορήματα και συγγραφείς όπως τον Gabriel Garcia Marquez με τα Εκατό χρόνια μοναξιάς, "One Hundred Years of Solitude" ( ίσως το πλέον διάσημο παράδειγμα) καθώς και το Χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου, "Chronicle of a Death Foretold", την Isabel Allende με το Σπίτι των πνευμάτων, "La Casa de los Espiritus" (The House of Spirits), τον Milan Kundera με τη Αθανασία, "Immortality" ακόμα ίσως και τον Franz Kafka με τη Μεταμόρφωση, "Metamorphosis" γιατί παρότι το βιβλίο αυτό είναι προγενέστερο του όρου «μαγικός ρεαλισμός», ο Kafka πιστεύω ταιριάζει απόλυτα στο είδος αφού μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος της εξανθρωπισμένης μορφής του φανταστικού. Κοινά χαρακτηριστικά σε αυτά όπως και σε πολλά ακόμα μυθιστορήματα τους είδους είναι ο ιδιότυπος υβριδισμός τους καθώς εξέρχονται από οριογραμμές – αναμιγνύουν και μεταλλάσουν οδηγώντας σε μια βαθύτερη πραγματικότητα, η σοβαρή πρόθεση έναντι του μεταφυσικού ώστε να μην εκχυλίζεται τελικά σε απλή λαϊκή δοξασία και η ακρίβεια των γεγονότων – η αξιοπιστία της οπτικής του κόσμου όπως την εκφράζουν οι χαρακτήρες αυτών των μυθιστορημάτων. Επίσης ο χρόνος αποτελεί ένα ιδιαίτερο, επιφανές χαρακτηριστικό του είδους. Συχνά παρουσιάζεται κυκλικός αντί γραμμικός και όσα συμβαίνουν τους προορίζεται να συμβούν ξανά.
   Ίσως τελικά πρόκειται για έναν ρεαλισμό ο οποίος απλά διαφέρει απ’ αυτόν τον οποίο βιώνουμε σύμφωνοι με την κουλτούρα μας. Αν όμως η δική μας οπτική του κόσμου χωρούσε θαύματα τότε όλα αυτά θα μας φαίνονταν το ίδιο συνηθισμένα με τα βουνά, τη θάλασσα ή τις πόλεις μας ενώ την ίδια στιγμή τα βουνά, η θάλασσα και οι πόλεις μας θα φάνταζαν στα μάτια μας μυστήρια και μαγευτικά. Κι αν ότι μας φαίνεται αλλόκοτο μπαίνουμε στον πειρασμό να το απορρίψουμε εξαρχής, πώς μας φαίνεται αυτό που ισχυρίζεται η θεωρία της "κβαντικής βαρύτητας βρόχων" (loop quantum gravity), η οποία υποστηρίζει ότι τα σωματίδια δεν είναι ξεχωριστά από το χώρο και το χρόνο, αλλά μάλλον ο χώρος και ο χρόνος αποτελούνται από "λωρίδες" σε σχήμα θηλιάς (βρόχου), οι οποίες «λωρίδες» όταν διαπλέκονται με ορισμένους τρόπους, γίνονται αντιληπτές ως σωματίδια. Ωστόσο δεν είναι άκρως απαραίτητο ένα οποιοδήποτε επιστημονικό άλμα ώστε να μπορέσει κανείς απλά να ψηλαφίσει πέρα από τα φαινομενικά σύνορα της πραγματικότητας, χρησιμοποιώντας την δική του φυσική δυνατότητα να το κάνει. Μια δυνατότητα που έχει αμελήσει και γι’ αυτό έχει ξεχάσει να χειρίζεται ή που εμποδίζεται από το σύνηθες που την περιβάλλει. Η αισθητική αντίληψη της ενέργειας, η διαισθητική γνώση του δυσδιάκριτου χώρου μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος, ο «διάλογος» με όχι ανθρώπινες ή και όχι ενσαρκωμένες μορφές ζωής, όλα μπορούν κάποτε να φανερωθούν αν κανείς θελήσει να τα ερευνήσει λίγο.
   Ειδικότερα σε ό,τι αφορά τα καθ’ υμάς, αντιγράφω από κείμενο της Όλγας Ντέλλα (υπ. Δρ. Π.Τ.Ν.Φ.), πως η μεταφυσική διάσταση στην ελληνική λογοτεχνία δεν είναι κάτι που οριοθετήθηκε από τους κριτικούς και τους ιστορικούς. Δεν είναι καν κάτι που έχει ήδη διευκρινιστεί και οριστεί. Για αυτό, ταυτόχρονα, ένα άλλο ζήτημα προβάλλει, απόρροια του προηγούμενου συλλογισμού, και εξίσου προβληματικό για τις Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Όχι μόνο η ύπαρξη ή η ανυπαρξία σχολιασμού του μεταφυσικού στοιχείου, αλλά και η σύγχυση που φαίνεται ότι επικρατεί στους ιστορικούς ανάμεσα στους όρους μεταφυσική διάσταση και θρησκευτικότητα, ή θρησκευτικό βίωμα ή πνευματική ποίηση κ.λπ. Εμφανές είναι ότι η προηγούμενη αμηχανία και έλλειψη κοινής στρατηγικής συνδέεται με αυτή τη σύγχυση που επικρατούσε και επικρατεί στους κριτικούς και ιστορικούς ως τα σήμερα.
   Ο Charles Stewart επίσης, σε µία σημαντική ανθρωπολογική μελέτη για τη θέση του μεταφυσικού στη σύγχρονη Ελλάδα, διαπίστωσε το εξής παράδοξο: ενώ ο αγροτικός κόσμος εγκατέλειψε τις παραδοσιακές δοξασίες για το μεταφυσικό στοιχείο, αντίθετα ο αστικός κόσμος επιδεικνύει έντονο ενδιαφέρον για τα μεταφυσικά ζητήματα και φαινόμενα. Έτσι οι άνθρωποι στις πόλεις, µε μόρφωση στατιστικά ανώτερη από εκείνων του χωριού, είναι πιο δεκτικοί στην έξω-­υλική εμπειρία απ’ ότι οι κάτοικοι της υπαίθρου, που την αποστρέφονται ως ένδειξη καθυστέρησης. Στο πλαίσιο αυτής της τάσης λογοτέχνες µε ανθρωπιστική παιδεία αξιοποιούν το ονειρικό και μεταφυσικό στοιχείο στα κείμενά τους (π.χ. θρύλους και παραδόσεις για στοιχειά, δαιμονικά πλάσματα, νεράιδες, θαύματα κλπ) και το διασώζουν ως παράγοντα της συλλογικής µας ταυτότητας.
   Η τάση αυτή σταδιακά διαμορφώνει ίσως µια ελληνική εκδοχή του μαγικού ρεαλισμού. Η Γεωργία Λαδογιάννη η οποία και έχει ασχοληθεί με τον ελληνικό μαγικό ρεαλισμό, αναλύοντας κείμενα των Θοδωρή Γρηγοριάδη, Ηλία Κεφάλα, Πάνου Κυπαρίσση και Αριστοτέλη Νικολαΐδη, συμπεραίνει ότι πρότυπο στον ελληνικό μαγικό ρεαλισμό είναι ο άνθρωπος στην οντολογική του διάσταση και ότι αποτελεί ένα μετά-υπερρεαλιστικό ρεύμα µε βαθιά γνώση της πολιτισμικής αξίας που έχουν οι συλλογικές φαντασιώσεις.
   Περνώντας στο μυθιστόρημα μου, «Ερώτων και Αοράτων», θα διακινδυνεύσω ν’ ανατρέξω στα λεγόμενα του Θανάση Κούγκουλου, φιλολόγου, ο οποίος και παρουσιάζοντάς το στη γενέθλιά μου πόλη, την Αλεξανδρούπολη, έσπευσε να το κατατάξει στον ελληνικό μαγικό ρεαλισμό και μάλιστα ως ένα από τα καλύτερα δείγματά του. Πρόκειται για την προσφιλή στους φιλολόγους τακτική να συμπηγνύουν τα λογοτεχνικά κείμενα σε συνομοταξίες και να τα κανονίζουν διαρκώς στα φιλολογικά ράφια αντιμαχόμενοι ματαίως την εντροπία που πριονίζει τα θεμέλια κάθε συστήματος. Αυτή η αναφορά του Θανάση Κούγκουλου στο μαγικό ρεαλισμό τον οποίο εκπροσωπώ(;), και όχι ο υπερθετικός προσδιορισμός, θα ομολογήσω πως στάθηκε η αφορμή για μιαν διερεύνηση του μαγικού ρεαλισμού του οποίου εκπρόσωπος δεν ένιωσα ποτέ άλλοτε έως εκείνη τη στιγμή που το άκουσα. Είναι γεγονός ότι στο υπόστρωμα του μυθιστορήματός μου συνυπάρχουν ορθόδοξες δοξασίες, αρχαίοι μύθοι, λαϊκές αφηγήσεις για φαντάσματα και στοιχειωμένους τόπους. Όχι βέβαια λαϊκοί θρύλοι ή παραδόσεις που να το κάνουν ειδικότερα δείγμα ελληνικού μαγικού ρεαλισμού. Επιπλέον τα μεταφυσικά συστατικά του το διαπερνούν όλο, δεν εντάσσονται σε μιαν άλλη πραγματικότητα και κατά κάποιο τρόπο συνιστούν την πραγματικότητα του. Αντίθετα αποτελούν μια και μοναδική μεταφυσική «πραγματικότητα». Και να προσθέσω πως πίσω από όλα αυτά υποβόσκει μια πικρή ειρωνεία η οποία συχνά και τα υπονομεύει. Τελικά ίσως, αν και δεν είναι σκοπός μου να τοποθετήσω ειδολογικά το μυθιστόρημά μου, υποπτεύομαι πως βρίσκεται πλησιέστερα σε ένα νεό - ρομαντισμό, μεταφυσικό έτσι κι αλλιώς, παρά ότι είναι δείγμα μεταφυσικού ρεαλισμού.
   Περισσότερο τολμηρός λοιπόν θα προτείνω το Διονύσιο Σολωμό και τη «Γυναίκα της Ζάκυνθος» ως κείμενο με το οποίο συντάσσεται το «Ερώτων και Αοράτων», κείμενο εξάλλου από το οποίο έχω επηρεαστεί σημαντικά.
   Ο βασικός ήρωας του βιβλίου είναι ιερωμένος ενώ το βιβλίο στο οποίο αυτός είναι το κεντρικό πρόσωπο, γράφεται ενόσω διαβάζεται από τον ίδιο. Το βιβλίο δηλαδή σα να θέλει ν’ αντικαταστήσει τη ζωή ή το Θεό του ιερωμένου και ταυτόχρονα θέτει το ζήτημα αν μόνο ότι γίνεται αντιληπτό είναι και υπαρκτό. Ένα βιβλίο με τέτοια μεταφυσική ιδιότητα έρχεται δια στόματος ενός μυθικού όντος – του δασκάλου/κενταύρου Χείρωνα – , ν’ αμφισβητήσει τα θεμέλια της πίστης και τον Θεό του ιερωμένου, εντέλει με το δικό του στόμα. Η πραγματικότητα του βιβλίου είναι ολωσδιόλου ρευστή, σχεδόν χλευάζει τους μετέχοντες στο μύθο, ενώ ο Θεός είναι βέβαιος όσο κι αν αμφισβητείται η ύπαρξή του. Το πρόσωπο το οποίο είναι ο κινητήριος μοχλός για να κινηθεί τόσο ο ιερωμένος όσο και η ηρωίδα του βιβλίου και άρα για να εξελιχθεί ο μύθος, δεν έχει καμιά φυσική υπόσταση απ’ αρχής έως τέλους. Ακόμα και αυτή η ηρωίδα ονομάζεται Ερημιά και ως τέτοια δεν εκφέρει λόγο – ό,τι ίσως λέει το υποθέτουμε – αλλά εγκαθιδρύει την ερημοποίηση. Υπερβαίνοντας δε τα όρια της λογικής, όπως οφείλει ένας καλός εκπρόσωπος του μαγικού ρεαλισμού, σε ένα υπέρ – λογικό επίπεδο, μπορεί μεν ο αναγνώστης να εκλαμβάνει τον ιερωμένο, που του μιλάει, ως μεταφυσικό πλάσμα αλλά και ο ιερωμένος εκλαμβάνει τον αναγνώστη, στον οποίο μιλάει, επίσης ως μεταφυσικό πλάσμα.
    Ας πάρω όμως τα πράγματα από την αρχή προσπαθώντας να συνοψίσω το βιβλίο.
  Κάποιες φορές, ειδικά στην ύπαιθρο, κάποιοι άνθρωποι με ιδιαίτερες ικανότητες, ιδιόρρυθμοι ή αλαφροΐσκιωτοι, δημιουργούν μια μεταφυσική άχλη γύρω από την ύπαρξή τους. Για τρεις τέτοιους ανθρώπους, «αγίους», μιλάει κι ένα βιβλίο που έπεσε στα χέρια του Ιωάννη, υπαλλήλου ενός τυπογραφείου – παλαιοβιβλιοπωλείου, το μαιευτήριο δηλαδή και μαζί το κοιμητήριο κάθε βιβλίου. Αποφασίζει λοιπόν να εγκαταλείψει την δουλειά του και ίσως την πραγματικότητα για να τους ψάξει, ψάχνοντας με αυτόν τον τρόπο για τη δική του αλήθεια. Τον ακολουθεί μια γυναίκα, ερωτευμένη μαζί του, η Ερημιά, που αποφασίζει κι αυτή να κάνει το ίδιο ταξίδι ψάχνοντας όμως τον Ιωάννη, το δικό της «άγιο» έρωτα. Μαζί τους, συμπτωματικά ή όχι, ένας εκκλησιαστικός επιτετραμμένος ψάχνει τους ίδιους ανθρώπους – «αγίους» με σκοπό να εξετάσει την περίπτωσή τους από θεολογικής σκοπιάς. Τρεις άνθρωποι κινούνται παράλληλα σε τρεις αναζητήσεις, τρία ταξίδια αλληλένδετα πλέκονται μεταξύ τους και πλέκουν την πραγματικότητα με το όνειρο. Ο Ιωάννης που αναζητά τους τρεις «αγίους» για να τους εξομολογηθεί τη ζωή του, η Ερημιά κυνηγημένη από την ερημιά της αναζητά τον Ιωάννη για να του εξομολογηθεί τον έρωτά της και ο ιερωμένος που εξομολογείται το βιβλίο στον αναγνώστη.
   Περίεργες φιγούρες συνοδεύουν τον εκκλησιαστικό επιτετραμμένο και την Ερημιά στο ταξίδι τους. Ο Κένταυρος Χείρων, φαινομενικά στο ρόλο ενός εντελώς ανθρωπιστή Σατανά, έχει ουσιαστικά το ρόλο ενός αιρετικού δασκάλου που αμφισβητεί το Θεό τον οποίο υπηρετεί ο ιερωμένος. Ένας μονόφθαλμος γέρος, είναι ο συνδετικός κρίκος μεταξύ πραγματικότητας και ονείρου, βλέπει κι από τις δύο πλευρές, μεταλλάσει το όνειρο σε πραγματικότητα και αντίστροφα, μεταφέρει συστατικά του ονείρου στην πραγματικότητα και αντίστροφα, εξηγεί κι οδηγεί τους πρωταγωνιστές. Βουνά και θάλασσα, δέντρα και έντομα, η φύση, πολύ φυσικά, προσωποποιείται, κάποτε μάλιστα μιλά και αισθάνεται απέναντι σε ανθρώπινα κουφάρια. Ο θάνατος του εαυτού εξιστορείται και κρίνεται μέσα από το θάνατο του άλλου. Ο εξομολογούμενος ιερωμένος είναι τελικά πεθαμένος και εξομολογείται τον δικό του θάνατο. Παρόλα αυτά δεν μιλάει από το επέκεινα και δεν υπερασπίζεται μιαν αιώνια ζωή πέρα από τη ζωή. Αντίθετα, διασκεδάζει το φόβο του για τον θάνατο. Περιφέρεται στην δική μας πραγματικότητα έχοντας ήδη γνωρίσει πως μετά από τη ζωή του θα επιστρέψει εκεί από όπου ήρθε, δηλαδή στην ανυπαρξία.
   Δανείζομαι πάλι, για να σταματήσω να περιαυτολογώ, αυτή τη φορά τα λόγια της Ελισάβετ Κοτζιά από κείμενό της στην εφημερίδα Καθημερινή για το βιβλίο. Μια ιστορία μυστηρίου αγίων και δαιμόνων, με εξαϋλωμένες μορφές και φασματικούς ήρωες, με αγίους και σαλούς, με θαύματα και οράματα, με φλεγόμενες από τον ερωτικό πόθο ψυχές και πυρακτωμένες από το πάθος της αλήθειας συνειδήσεις. Μια ποιητική εκδοχή του κόσμου, που η εκφορά των τόνων της άλλοτε παραπέμπει στον Όμηρο και την Αγία Γραφή και άλλοτε στη «Γυναίκα της Ζάκυνθος» και την «Αποκάλυψη του Ιωάννη». … και τελειώνω με το ερώτημα που τελειώνει κι η ίδια το κείμενό της: Έχει κανένα λόγο να μας ενδιαφέρει σήμερα μια ιστορία υπερβατικής εμπνεύσεως που παραμένει κι εξαντλείται μέσα στην απόλυτη επικράτεια του μεταφυσικού; («φανταστικού» στο κείμενο) Η απάντηση δική σας.

γιώργος παναγιωτίδης  

επιστροφή