Το φαιοπράσινο πλήθος

Alberto Galvez

Α.

Υπήρξε ένα πλήθος που άρχιζε κι ερχόταν. Ένα πλήθος σε συσσώρευση κι αρσενικό. Ερχόταν για να έρθει. Ήταν ένα στενόχωρο απόγευμα μοιρασμένο. Ένα μεγάλο διαμπερές απόγευμα που ερχόταν. Το απόγευμα περιβαλλόταν από άλλο απόγευμα και περιέβαλλε ένα άλλο. Όμως ήταν μοιρασμένο και σαν εξόριστο από το τοπίο. Ήταν ένα απόγευμα γεμάτο από τον εαυτό του και ήρθε. Ο ερχομός του ακούστηκε. Ήχος από βήματα και μια πύλη σιδερένια ακούστηκε. Το πλήθος έβγαλε τα ρούχα του και γυμνό ξεδίπλωσε καινούρια ρούχα που ήταν σκληρά και τρίζαν. Είχαν ένα μεγάλο άρτιο αριθμό από τσέπες. Το πλήθος ασχολήθηκε μ΄ αυτές κι οι τσέπες τρίξαν.

Β.

Υπήρξε μια αντιστοιχία με δίσκους από αλουμίνιο. Σε κάθε δίσκο ένας δύσκολος αριθμός μπουκιές. Το πλήθος έσκυψε στις μπουκιές κι οι μπουκιές το χλεύαζαν. Ήταν μπουκιές απόγευμα και είχαν πολύ λάδι κι ένα φρούτο δίπλα τους σχεδόν σάπιο. Έφαγε τις μπουκιές που ήταν κόμπους κόμπους σαν καθίζηση μέσα του και πήγε τους δίσκους εκεί όπου περίμεναν μερικοί άγνωστοι και τους άφησε στο νερό. Ήταν ένα πλήθος όλο μαζί και γι αυτό μεταξύ του γνωστό. Ήχος από αλουμίνιο το συνόδευσε και βάδισε. Υπήρξε μια αντιστοιχία με κρεβάτια. Βάδισε και συνάντησε από ένα κρεβάτι. Κάθε καινούριο κρεβάτι είχε ένα ακόμα κρεβάτι. Το κάτω κρεβάτι είχε ένα ακόμα πάνω του. Το πάνω κρεβάτι είχε ένα ακόμα κάτω του. Τότε το πλήθος διαπίστωσε καινούριες συγγένειες. Δειχνόταν μεταξύ του. Εσύ είσαι το πάνω μου κρεβάτι, εσύ το κάτω μου κρεβάτι, εσύ το δεξιά, εσύ το αριστερά.

Γ.

Υπήρξε ένα πλήθος που συνέρρεε κι όταν συνέρρευσε η πύλη σφράγισε που ήταν σιδερένια γιατί το πλήθος θα έμενε εκεί κι έμεινε εκεί. Ένας μεγάλος αριθμός από μικρά απογεύματα, ένα πλήθος δια τέσσερα, τέσσερα απογεύματα που ερχόταν το πλήθος και μάθαινε να τρώει μπουκιές απόγευμα και να τακτοποιεί τα κρεβάτια σα να μην υπήρξε και σα να μην κοιμήθηκε ποτέ εκεί. Γιατί το πλήθος δεν κοιμάται ποτέ και τα κρεβάτια δεν είναι για να κοιμάται αλλά για να τα τακτοποιεί και τα τακτοποιούσε.

Δ.

Μετά το πλήθος έβρισε γιατί στο εξής θα έβριζε. Έβρισε μια σειρά πραγμάτων. Τα πράγματα ήταν το απόγευμα, τα ρούχα, οι δίσκοι από αλουμίνιο, οι μπουκιές, τα κρεβάτια και το ίδιο. Οι βρισιές ανακεφαλαίωσαν το απόγευμα που ήταν δια τέσσερα, τέσσερα απογεύματα. Το πλήθος χρώματος φαιοπράσινου σα βαλτότοπος, αφού συνέρρευσε κατακάθισε κι έβριζε σαν αναβρασμός γιατί δεν ήθελε να συρρεύσει αλλά συνέρρευσε και τώρα η πύλη σφράγισε γιατί το πλήθος θα έμενε εκεί τρεις μεγάλες εβδομάδες.

Ε.

Πέρασαν μερικές ημέρες και το πλήθος έμαθε να κοιμάται σα νεκρός ακίνητο και με το ένα μάτι μισάνοιχτο για να είναι τακτοποιημένα τα κρεβάτια και να μην τα τακτοποιεί από την αρχή αλλά να τα σιάζει λίγο για να προλαβαίνει γιατί έπρεπε να προλαβαίνει την ώρα της γύμνασης και του πρωινού και πάλι της γύμνασης και του μεσημεριανού και πάλι της γύμνασης και του δείπνου και προλάβαινε όλες αυτές τις ώρες μα πάντα ήταν σα να μην προλάβαινε γιατί δεν προλάβαινε αν κοιμόταν και δεν κοιμόταν.

ΣΤ.

Πέρασε η πρώτη εβδομάδα κι έτρωγε τρεις φορές την ημέρα κι άρχισε να πρήζεται. Πρηζόταν από τη σόδα γιατί έβαζαν σόδα στις μπουκιές για να γίνονται γρήγορα μα ήταν κόμπους κόμπους και αχώνευτες και κανείς δεν πήγαινε στα αφοδευτήρια γιατί χωρούσε πολλές μπουκιές το στομάχι του και γιατί στα αφοδευτήρια υπήρχαν ακαθαρσίες έκθετες γύρω και στους τοίχους και υπήρχαν μεγάλες μύγες και κουνούπια και τα αφοδευτήρια ήταν έκθετα μα πρήστηκε πολύ κι όταν πέρασε η πρώτη εβδομάδα, πήγε.

Ζ.

Ακόμα το πλήθος έμαθε καινούρια ονόματα που έχουν οι άνθρωποι. Τα ονόματα αυτά τα πιάνουν στα ρούχα τους και είναι πολλά ονόματα στα πέτα και στα μανίκια και τα λένε βαθμούς. Οι πολλοί βαθμοί είναι μεγάλα ονόματα και οι βαθμοί είναι πολλά μικρά αντικείμενα κι όλα αυτά τα πιάνουν στα ρούχα τους φοβεροί άνθρωποι που κάνουν φοβερές χειρονομίες και περπατούν περήφανα γιατί έχουν επάνω τους τους βαθμούς και κανείς δεν τους ενοχλεί ενώ αυτοί ενοχλούν το πλήθος και τα ρούχα τους είναι μαλακά και δεν τρίζουν αλλά τρίζουν τα λόγια τους μέσα στα δόντια τους και όταν εμφανίζονται τέτοιοι άνθρωποι το πλήθος που τρέχει πάντα, τρέχει για να φυλάγεται από τους βαθμούς που έχουν πάνω τους οι άνθρωποι αυτοί.

Η.

Οι βαθμοφόροι και το πλήθος προστατεύουν ένα έθνος. Το έθνος είναι ένα μικρό φοβερό αντικείμενο που έχουν όλοι στα καπέλα τους και τα καπέλα τους τα φοράνε πάντα γιατί εκεί είναι το αντικείμενο και στο καπέλο τους είναι το έθνος τους.

Θ.

Οι βαθμοφόροι περπατούν περήφανα για το έθνος τους κι έχουν τ’ ατομικά τους αφοδευτήρια που δεν έχουν ακαθαρσίες γύρω και στους τοίχους και μεγάλες μύγες και κουνούπια γιατί επίσης οι ακαθαρσίες και τα έντομα φυλάγονται από τους βαθμοφόρους και γιατί το πλήθος παστρεύει τ΄ αφοδευτήριά τους που είναι πάντα καθαρά για να είναι περήφανοι αυτοί και να περπατούν περήφανα.

Ι.

Το πλήθος είχε έναν αριθμό. Ο αριθμός ήταν πολύτιμος και οι βαθμοφόροι μετρούσαν συχνά το πλήθος ώστε να επιβεβαιώνουν τον αριθμό που έπρεπε να είναι ο ίδιος πάντα αριθμός και ήταν ο ίδιος πάντα αριθμός. Οι βαθμοφόροι μετρούσαν γιατί γνώριζαν αρίθμηση σα να μη γνώριζαν κάτι άλλο και δεν ήταν βέβαιοι πως γνώριζαν αρίθμηση γιατί μετρούσαν ο ένας βαθμοφόρος μετά τον άλλο για να επιβεβαιώνει ο ένας τον άλλο και συχνά έκαναν λάθος και μετρούσαν πάλι από την αρχή είτε έκαναν λάθος είτε δεν έκαναν.

ΙΑ.

Πέρασε η δεύτερη εβδομάδα. Το πλήθος έμαθε να μετρά. Ένα, δύο, πέντε λεπτά, μία, δύο, τρεις ώρες και πέντε λεπτά, μία, δύο, τρεις ημέρες και τρεις ώρες και πέντε λεπτά, μία, δύο εβδομάδες και τρεις ημέρες και τέσσερις ώρες και πέντε λεπτά. Ακόμα, ένας βαθμός, δύο, τρεις βαθμοί.

ΙΒ.

Οι βαθμοφόροι γνώριζαν μία επιπλέον αρίθμηση. Η αρίθμηση αυτή είχε δύο αριθμούς. Ένα, δύο. Οι αριθμοί ένα, δύο και πάλι ένα, δύο συνέθεταν τη χορογραφία όπου το πλήθος ήταν παραλληλόγραμμο και βάδιζε εμπρός, γύριζε όλο μαζί και βάδιζε πάλι εμπρός ή έκανε μεγάλες στροφές όπου ο ένας έστριβε μετά τον άλλο και οι βαθμοφόροι τραγουδούσαν τους αριθμούς που γνώριζαν καλά ανάμεσα σε βρισιές γιατί το πλήθος δε χόρευε καλά κι από τις βρισιές τους καταλάβαινες πως αγαπούσαν το πλήθος πολύ γιατί τραγουδούσαν πως θα το γαμούσαν και συχνά το γαμούσαν είτε χόρευε καλά είτε δε χόρευε και γι’ αυτό το αγαπούσαν και συχνά παρασύρονταν και το πάθος τους άφριζε στο στόμα τους και φώναζαν το τραγούδι τους με το λαιμό τους τεντωμένο από το πάθος και μεγάλωναν τα μάτια τους στο παραλήρημά τους.

ΙΓ.

Ακόμα έμαθαν στο πλήθος μια παραλλαγή όπου ήταν παραλληλόγραμμο ακίνητο συνεχώς γιατί έπρεπε να είναι πολλή ώρα ακίνητο κι ακίνητο να φωνάζει και να ομολογεί τη δέσμευσή του κι οι βαθμοφόροι τη θέλανε τη δέσμευση αυτή για να φύγει το πλήθος τέσσερις ημέρες και μετά να επιστρέψει και το πλήθος μάθαινε τη δέσμευση για να φύγει. Πέρασε η τρίτη εβδομάδα. Το πλήθος έκανε το παραλληλόγραμμο ακίνητο συνεχώς που έμαθε. Φώναξε τη δέσμευση σα γάμο κι ετοιμάστηκε να φύγει. Ήταν πάλι ένα στενόχωρο απόγευμα κι έφευγε το πλήθος. Απόγευμα δια τέσσερα, τέσσερα απογεύματα και μετά θα επέστρεφε.Λίγο νερό έγλειψε το υπερφυσικό κι αστείο αυτό πλάσμα, το σώμα του, τα μέλη του όπως συμπιέζονταν, μια μάζα ξέχειλη στο πάτωμα του μπάνιου. Έστρεψε τα γουρλωμένα μάτια του προς το ψάρι και με τη δύναμη μιας εκπνοής, ψιθύρισε: Έχε γεια... αφήνοντάς το να αιωρείται μες στο μικρό σύννεφο της ανάσας του που μετά έγινε ένα με την ομίχλη του μπάνιου.



(δημοσιευμένο στο λογ/κο περιοδικό "Μανδραγόρας", τεύχος 28)
γιώργος παναγιωτίδης

επιστροφή