Κωνσταντίνος Καβάφης - Μια βιογραφία χωρίς ποίηση


(Σταχυολόγηση βιογραφικών στοιχείων του Κωνσταντίνου Καβάφη)

Η Χαρίκλεια παντρεύτηκε τον Πέτρο-Ιωάννη Καβάφη στην Κωνσταντινούπολη το 1849. Αυτή ήταν 14 ετών και εκείνος 36. Τα δύο πρώτα χρόνια του γάμου τους τα πέρασαν στην Πόλη. Το 1852 έφυγαν για την Αγγλία, όπου ο Καβάφης μεταμόρφωσε την ανατολίτισσα νεαρά σε γυναίκα του κόσμου, με αγγλικά, γαλλικά και ζωγραφική. Το 1854 ή το 1855 η οικογένεια (που στο μεταξύ είχε αποκτήσει τρία παιδιά, τον Γεώργιο -1850-, τον Πέτρο-Ιωάννη -1851- και τον Αριστείδη -1853-) εγκαταστάθηκε στην Αλεξάνδρεια. «Ορισμένες φωτογραφίες της από την εποχή εκείνη, παρά την ατελή φωτογραφική μέθοδο των δεκαετιών '50 και '60, δείχνουν πως υπήρξε πράγματι ωραιοτάτη» έγραφε ο Κωνσταντίνος Καβάφης για τη μητέρα του.
Χαρίκλεια Καβάφη
    Ο Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια τον Απρίλιο του 1863. Ο πατέρας, Πέτρος-Ιωάννης Καβάφης «εκέρδιζε πολλά και τα εξόδευεν αφθόνως βαστώντας στην κοινωνία υψηλό βαθμό μεγαλεμπόρου», όπως έγραψε αργότερα ο μικρότερος γιος τους, Κωνσταντίνος, έχοντας μια εταιρεία εισαγωγών - εξαγωγών κυρίως βαμβακιού και υφασμάτων. Η οικογένεια Καβάφη ζει την εποχή αυτή μέσα σε εξαιρετικές συνθήκες ευημερίας. Στο ισόγειο του διώροφου σπιτιού των Καβάφηδων στην αριστοκρατική οδό Serif, στεγάζονταν τα γραφεία του ακμαιότατου εμπορικού οίκου «Καβάφης & Σία» (κύριος συνέταιρος ο Γεώργιος Καβάφης, θείος του ποιητή, εγκατεστημένος στο Λονδίνο), ενώ η οικογένεια του Πέτρου-Ιωάννη Καβάφη διαβίωνε με χαρακτηριστική άνεση στο πρώτο και στο δεύτερο πάτωμα. Η Χαρίκλεια Καβάφη, τότε συνεπικουρούταν από έναν γάλλο παιδαγωγό, μια αγγλίδα νταντά, τέσσερις-πέντε έλληνες υπηρέτες (γραικούς), έναν ιταλό αμαξά και έναν αιγύπτιο σεΐζη (ιπποκόμο).
    Το 1870 με το θάνατο του πατέρα Καβάφη αρχίζει μια πορεία της οικογένειας προς την οικονομική κρίση και παρακμή. Το 1872 η Χαρίκλεια Καβάφη μετακομίζει με τα παιδιά της στην Αγγλία όπου και θα παραμείνουν τα επόμενα έξι χρόνια (κυρίως στο Λίβερπουλ αλλά και στο Λονδίνο). Ο μικρός Καβάφης σπουδάζει σε αγγλικό σχολείο αλλά παράλληλα μαθαίνει ελληνικά και γαλλικά. Μετά από λίγα χρόνια παραμονής στην Αγγλία αναγκάζονται να επιστρέψουν στην Αλεξάνδρεια καθώς η οικογενειακή επιχείρηση διαλύεται. Ο Καβάφης συνεχίζει τις σπουδές του στο Εμποροπρακτικό Λύκειο «Ερμής» ενώ παράλληλα υπάρχουν σαφή στοιχεία ότι κατά το διάστημα που μεσολάβησε ανάμεσα στην επιστροφή από την Αγγλία (1878) και στο ξεκίνημα της φοίτησης στον «Ερμή» (1881), ο Καβάφης είχε αρχίσει να μελετά από μόνος του βιβλία από τις δανειστικές βιβλιοθήκες της Αλεξάνδρειας. Σ' αυτήν την τριετία ανάγεται και η φιλόδοξη απόπειρά του να συντάξει ένα ιστορικό λεξικό, προσπάθεια που δεν ολοκληρώθηκε αφού τα λήμματα του έργου σταμάτησαν «στη μοιραία λέξη Αλέξανδρος».
    Το 1882, κατά την αιγυπτιακή εξέγερση κατά των Άγγλων, μετακομίζει με την οικογένειά του για τρία χρόνια (ως τον Οκτώβριο του 1885) στην Κωνσταντινούπολη, στο σπίτι του Φαναριώτη παππού του, Γεωργάκη Φωτιάδη. Ενώ τα αδέλφια του επιστρέφουν στην Αλεξάνδρεια για να εργαστούν και να συντηρήσουν την οικογένεια, η Xαρίκλεια κι ο Κωνσταντίνος παρέμειναν στην Κωνσταντινούπολη, περιμένοντας την αποζημίωση της ασφαλιστικής εταιρείας για το κατεστραμμένο σπίτι τους. Με την επιστροφή του, τον Οκτώβριο του 1885, στην Αλεξάνδρεια, ο Καβάφης εγκαταλείπει την αγγλική υπηκοότητα (που είχε αποκτήσει ο πατέρας του στα 1850) και παίρνει την ελληνική.
    Τα οικονομικά απασχόλησαν πολύ τον Καβάφη, που θυμόταν τα μεγαλεία της παιδικής του ηλικίας και δεν ήθελε να ξεπέσει. Εργάστηκε από νωρίς και ήταν εγγεγραμμένος χρηματομεσίτης από το 1894 ως το 1902 στα Χρηματιστήρια της Αλεξάνδρειας. Ταυτόχρονα έπαιζε τυχερά παιχνίδια. Αυτή η παράλληλη δραστηριότητα του επέτρεψε να ζει με σχετική άνεση ως το θάνατό του.
    Τα πρώτα χρόνια μετά την επιστροφή στην Αλεξάνδρεια αρχίζει να εργάζεται, όχι ακόμη συστηματικά, αλλάζοντας επαγγέλματα όπως του δημοσιογράφου στην εφημερίδα «Τηλέγραφος» (1886), του μεσίτη στο Χρηματιστήριο Βάμβακος (1888) και του άμισθου γραμματέα στο Γραφείο Αρδεύσεων του Υπουργείου Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου, (1889-1892) όπου θα προσληφθεί ως έκτακτος έμμισθος υπάλληλος το 1892, καθώς δεν είχε αιγυπτιακή υπηκοότητα (βρετανική υπηκοότητα είχε, όμως την αποκήρυξε θέλοντας να κρατήσει μόνον την ελληνική). Το 1889 ξεκινά να εργάζεται στο Γραφείο Αρδεύσεων, με την ελπίδα ότι θα έπαιρνε κάποτε εκεί μία θέση με μισθό. Κάτι τέτοιο δεν ήταν ολωσδιόλου ασυνήθιστο στην Αίγυπτο εκείνα τα χρόνια, και δεν θα πρέπει να φαντασθούμε ότι δούλευε κανονικά κάθε μέρα όλο το πρωί – οι άλλες του υποχρεώσεις δεν θα του επέτρεπαν κάτι τέτοιο. Ένα ανυπόγραφο γράμμα (αντιγραμμένο από τον Καβάφη), με ημερομηνία 11 Δεκεμβρίου 1890 και απευθυνόμενο στο Γενικό Επιθεωρητή των Αρδεύσεων, έχει ως εξής: «Εφ’ όσον δεν είναι πιθανόν να χρησιμοποιηθούν οι αντλίες στο Ατφέ ξανά, δε γεννάται ανάγκη των υπηρεσιών του Σελίμ εφέντη Ιμπραήμ… Έχω την τιμή να ζητήσω να τον τοποθετήσετε αλλού… Επίσης επειγόντως ζητώ να συγκατατεθείτε στην αύξηση του προσωπικού του αγγλικού μου γραφείου… Ο κ. Κωνσταντίνος Καβάφης, αμίσθος υπάλληλος, να λάβει μισθό 7 λίρες το μήνα… Ο κ. Κωνσταντίνος Καβάφης (Έλληνας, πολιτογραφημένος Βρετανός υπήκοος) προέρχεται από μία εξαιρετικά αξιοπρεπή Αλεξανδρινή οικογένεια. Έχει εργαστεί στο γραφείο μου σαν άμισθος γραμματέας για ένα χρόνο, και, αν και δεν του έδωσα ελπίδες ότι θα γινόταν μισθωτός, ωστόσο τον βρίσκω τόσο χρήσιμο, έχει τέτοια οξυδέρκεια και εργάζεται τόσο ευσυνείδητα, που δεν ξέρω πώς θα διεκπεραιωνόταν η δουλειά του γραφείου χωρίς αυτόν. Ο γραφικός του χαρακτήρας είναι καλός, γνωρίζει γαλλικά, ελληνικά και ιταλικά, τις δύο πρώτες γλώσσες το ίδιο άπταιστα όπως τα αγγλικά. Έχει αντιγράψει τις περισσότερες από τις αναφορές που υποβλήθηκαν εφέτος, έκανε τους πιο πολλούς λογαριασμούς ή τον έλεγχό τους, και μετέφρασε μερικά πολύ σπουδαία έγγραφα… Μπορεί, φυσικά, να μιλήσει αραβικά, αν και δεν διαβάζει ούτε γράφει τη γλώσσα». Αυτός ο διορισμός ήταν αντίθετος με τους κανονισμούς και δεν έγινε τίποτα. Στις 11 Απριλίου 1892 ο Καβάφης έλαβε μία επιστολή από το γραφείο του Καϊρου: «Αν και ήρθατε στο γραφείο μου με τη σαφή προϋπόθεση ότι δε θα είχατε μισθό, ούτε άλλες προοπτικές, είχα βεβαίως την ελπίδα ότι θα μπορούσα να σας προσλάβω». Ευχαρίστησε τον Καβάφη για τη «σπουδαία βοήθεια που προσέφερε τα τελευταία τρία χρόνια». Μια μόνιμη θέση είχε κενωθεί με την αποχώρηση του Σελίμ Ιμπραήμ δεν ήταν δυνατό να συμπληρωθεί με έναν έκτακτο υπάλληλο, αλλά ο Καβάφης μπορούσε να απασχολείται με μισθό, μέχρι τον επίσημο διορισμό του μονίμου. Ο ποιητής παρέμεινε στον «Τρίτο Κύκλο Αρδεύσεων» για τριάντα χρόνια, μέχρι το 1922, φτάνοντας στο βαθμό του υποτμηματάρχη. Robert Liddell: Καβάφης (Ίκαρος, 1980)  
   «Πόσες φορές μες στην δουλειά μου μ’ έρχεται μια ωραία ιδέα, μια σπάνια εικόνα, σαν ετοιμοκαμωμένοι αιφνίδιοι στίχοι, και αναγκάζομαι να τα παραμελώ, διότι η υπηρεσία δεν αναβάλλεται. Έπειτα σαν γυρίσω σπίτι μου, σαν συνέλθω κομμάτι, γυρεύω να τ’ ανακαλέσω αλλά πάνε πια. Και δικαίως. Μοιάζει σαν η Τέχνη να με λέγει «Δεν είμαι μια δούλα εγώ• για να με διώχνεις σαν έρχομαι, και να ρχομαι σαν θες. Είμαι η μεγαλύτερη Kερά του κόσμου. Και αν με αρνήθηκες, προδότη και ταπεινέ, για το ελεεινό σου καλό σπίτι, για τα ελεεινά σου καλά ρούχα, για την ελεεινή καλή κοινωνική σου θέση, αρκέσου μ’ αυτά λοιπόν, (αλλά πού μπορείς ν’ αρκεσθείς) και με τες λίγες στιγμές που όταν έρχομαι συμπίπτει να είσαι έτοιμος να με δεχθείς, βγαλμένος στην πόρτα να με περιμένεις, όπως έπρεπε να είσαι κάθε μέρα».
    O Kαβάφης σπανίως εγκατέλειπε την Αλεξάνδρεια: έκανε εκδρομές και σύντομα ταξίδια αναψυχής στην Αίγυπτο (ιδίως στο Κάιρο τον χειμώνα, όπως έκανε και ο πατέρας του) αλλά στο εξωτερικό γνωρίζουμε ότι ταξίδεψε μόνον πέντε φορές. Το 1897 ταξίδεψε με τον αδελφό του Ιωάννη-Κωνσταντίνο στο Λονδίνο και το Παρίσι, το 1901 και το 1903 ταξίδεψε με τον αδελφό του Αλέξανδρο στην Αθήνα. «Χθες το απόγευμα, στις 2 μ.μ., φθάσαμε στας Αθήνας. Ο Αλέξανδρος κ’ εγώ αποβιβασθήκαμε με μεγάλη ευκολία, με τη βοήθεια των ανθρώπων του Κουκ. Η είσοδος στο λιμάνι του Πειραιώς έχει μεγαλοπρέπεια. Ο ίδιος ο Πειραιεύς είναι μια εμορφότατη μικρή πολιτεία. Ωραίο το θέαμα. Τραβήξαμε για την Αθήνα ως ¾ της ώρας διαδρομή. Οι μενεξεδένιοι λόφοι στο βάθος είναι γοητευτικοί. Στο Hôtel d’ Angleterre μάς κάνανε πολύ καλή υποδοχή. Πήραμε δωμάτια πρώτης τάξεως. Η εμφάνιση του ξενοδοχείου και η τροφή, εξαίρετες. Κατά το απόγευμα, κάναμε έναν περίπατο στους κυριώτερους δρόμους. Πολύ, πολύ χαριτωμένη πόλις εντελώς Ευρωπαϊκή, Γαλλικού ή Ιταλικού τύπου. Μ’ άρεσαν πολύ οι στολές των αξιωματικών και οι αξιωματικοί, και οι στρατιώτες κάνουν την καλύτερη εντύπωση. Το πρωί τράβηξα κατά την οδό Νίκης, καθώς και σ’ άλλους δρόμους. Είδα πολλά από τα κυριώτερα κτίρια – την Εθνική Τράπεζα, Την Τράπεζα Αθηνών, τη Βουλή, το Θέατρο, το Πανεπιστήμιο. Ωραίες οικοδομές. Το μόνο μειονέκτημα είναι που δεν έχει σκιά στους δρόμους (λόγω του πλάτους των και λόγου του μικρού ύψους των σπιτιών). Γι’ αυτό, δεν μπορεί κανείς να κυκλοφορήσει πεζή, κάτω απ’ τον αψύ ήλιο του Ιουνίου, μεταξύ 10 π.μ. και, υποθέτω, 5 μ.μ.» Στην Αθήνα ξαναπήγε το 1905 για την αρρώστια και τον θάνατο του Αλέξανδρου. Το επόμενο (και τελευταίο) ταξίδι του ήταν είκοσι επτά χρόνια αργότερα, με τον Αλέκο και την Pίκα Σεγκοπούλου, και πάλι στην Αθήνα για αρρώστια, αλλά αυτή τη φορά για την δική του.
    Η Χαρίκλεια Καβάφη γράφει στον Τζων και τον Κωνσταντίνο, την εποχή που τα δύο αδέλφια ταξίδευαν στη Γαλλία και Αγγλία, στα «φίλτατα και χρυσά παιδάκια» της: «Να τρώτε καλά, και προπαντός beef, και να παχαίνετε, πολυαγαπημένα μου παιδάκια». Να τρώνε καλά και να προσέχουν το φαγητό τους στη Γαλλία όπου, «αι σάλτζαις σκεπάζουν πολλά!!» να προσέχουν τα πάντα, «Κωστάκη,» -ο Καβάφης ήταν τότε 34 χρόνων- «στον ζωολογικό κήπο μην πας πολύ κοντά στους φίλους σου τα ζώα, γιατί καμιά φορά θυμώνουν...». Στα ελάχιστα γράμματα που έχουν διασωθεί δείχνουν ότι τα παιδιά τής ανταποδίδουν την έγνοια της, την πληροφορούν για τις κινήσεις τους και μοιράζονται μαζί της τις ταξιδιωτικές εντυπώσεις τους. Εδώ ο Κωνσταντίνος Καβάφης είναι «ο Λιγνός» (Thin One) και η Χαρίκλεια «η Χοντρή» (Fat One). «Χοντρή μου!», σημείωνε συχνά ο ποιητής, μέσα σε μικρή παρένθεση, σε χαρτάκια ή διάφορα τετράδια, πνιγμένος από ξαφνική νοσταλγία και θλίψη μετά το θάνατό της.
    Στην Αλεξάνδρεια, ο Κωνσταντίνος κατοικούσε με τη μητέρα του και τους αδελφούς του Παύλο και Ιωάννη-Κωνσταντίνο. Ήσαν οι δύο πλησιέστεροι προς τον Κωνσταντίνο, και όχι μόνον ηλικιακά: ο Παύλος ήταν γνωστός στην Αλεξάνδρεια ως ο ομοφυλόφιλος Kαβάφης, και ο Ιωάννης-Κωνσταντίνος ως ο ποιητής Kαβάφης (στην Αγγλική γλώσσα). Τα ανύπαντρα αδέλφια μαζί με τη «Χοντρή» τους δειπνούσαν στις εφτά και μισή. Μετά τα γεύματα η Χαρίκλεια καθόταν σε μία πολυθρόνα και συχνά ο Κωνσταντίνος ξάπλωνε σ' έναν καναπέ δίπλα της. Στις δέκα η ώρα η Χαρίκλεια ετοιμαζόταν για ύπνο. Τέτοια ώρα ο «Λιγνός» της έτρωγε ένα γλυκό. Κι εκείνη, έχοντας εμπλουτίσει το τετράδιό της με λογής λιχουδιές, του παρείχε πελτέδες και σερμπέτια από καΐσια (βερίκοκα), ρετζέλι από κυδώνι, χουρμάδες γλυκό, πουτίγκες, revani, ασουρέ, γαλακτομπούρεκα, charlotte Russe και γενικότερα «ωραίαι πατισαρίαι». Ακόμα και στο ημερολόγιο που κράτησε ο ποιητής για τις τελευταίες μέρες της «Χοντρής» του, σημειώνει: «29 Ιανουαρίου, Κυριακή. Το τελευταίο Κυριακάτικο γεύμα - αλίμονο μου! αλίμονο μου». Και τη Δευτέρα, 30 Ιανουαρίου: «Το μενού ήταν σούπα, κοτόπουλο με πατάτες, παστιτσάκια και άλλα διάφορα» που δεν μπορούσε να θυμηθεί... Στις 4 Φεβρουαρίου του 1899 η «Χοντρή» του πέθανε. Το πρωί είχε επισκεφθεί το φωτογραφείο για να φωτογραφηθεί. «Ήταν ιδιαιτέρως ωραία», μας λέει ο ποιητής. «Όλως αξιέπαινος ήταν ο χαρακτήρας της. Η ζωή της δεν υπήρξε ευτυχής: ήταν όμως πάντοτε γενναία στις αντιξοότητες, πάντοτε αξιοπρεπής και τιμία» προσπαθώντας «να βαστήξει» στο σπίτι της, με αξιοπρέπεια, τη σειρά της, την αίσθηση και τον τρόπο των παλιών μεγαλείων.» Η συμβουλή της που θυμάται ο ποιητής ήταν πως «δίχως χρήματα η ζωή δεν αξίζει τίποτα, αγαπημένο μου παιδί, το ξέρω γιατί έχω στερηθεί όλες τις χαρές της. Αλλά εάν υπάρχει υγεία, και είναι κανείς λογικός όπως εσύ, χρυσό μου αγοράκι, πάντα θα περνάς καλά...».
    Μετά τον θάνατο της Χαρίκλειας το 1899, ο Καβάφης έμεινε με τα δύο αδέλφια του ως το 1904, οπότε και ο Ιωάννης-Κωνσταντίνος μετακόμισε στο Κάιρο. Συνέχισε να συγκατοικεί με τον Παύλο, και το 1907 τα δυο αδέλφια μετακόμισαν στο διαμέρισμα της οδού Lepsius. Την επόμενη χρονιά, ο Παύλος έφυγε για ταξίδι στο εξωτερικό και δεν επέστρεψε ποτέ στην Αίγυπτο. Έτσι ο Κωνσταντίνος έμεινε μόνος για πρώτη φορά το 1908, σε ηλικία 45 ετών. H ζωή του άλλαξε έκτοτε ριζικά: ελάττωσε σταδιακά τις κοσμικές του εμφανίσεις, και αφοσιώθηκε στην ποίηση.
   Εκτός από τις δύο ανιψιές του, Xαρίκλεια Αριστείδη Καβάφη και Ελένη-Αγγελική-Λουκία Αλεξάνδρου Καβάφη, ο Κωνσταντίνος έδειξε αδυναμία προς τον Αλέκο Σεγκόπουλο1, γιο της ελληνίδας ράπτριας Ελένης Σεγκοπούλου, η οποία ήταν στην υπηρεσία της Χαρίκλειας Καβάφη. H ασυνήθιστη φροντίδα του Καβάφη για τον Σεγκόπουλο (μετέπειτα κληρονόμο του), καθώς και η φυσιογνωμική ομοιότητά τους, οδήγησαν πολλούς στο συμπέρασμα ότι ο Σεγκόπουλος ήταν γιος του Καβάφη, ενδεχόμενο το οποίο δεν μπορεί να αποκλειστεί, αφού (σύμφωνα με την πρώτη σύζυγο του Σεγκόπουλου, Pίκα) ο Κωνσταντίνος δεν ήταν αποκλειστικά ομοφυλόφιλος. Εξίσου πιθανό είναι το ενδεχόμενο ο Αλέκος να ήταν ο νόθος γιος ενός αδελφού του Καβάφη, το οποίο θα αιτιολογούσε το γεγονός ότι οι δυο άνδρες δεν μίλησαν ποτέ για την ιδιάζουσα σχέση τους. Ο Τίμος Μαλάνος έχει μιαν άλλη εκδοχή για τη σχέση του Καβάφη με το Σεγκόπουλο την οποία και θα δούμε παρακάτω.
    Ο Καβάφης αγαπούσε το χρήμα και τη δόξα αναφέρει η Χαρίκλεια Βαλιέρι - Καβάφη, ανιψιά του ποιητή, και συμπληρώνει πως αυτό το χαρακτηριστικό του ήταν η αιτία της διχόνοιας που επήλθε μεταξύ τους κατά το άνοιγμα της διαθήκης του Τζων, όταν είδε πώς αυτός θα έμενε έξω από την περιουσία των αδελφών του. Ήλθε στο σπίτι μου, για να μου πει ότι ο Τζων τον είχε αποκληρώσει. Του απάντησα ότι δεν ήμουν υπεύθυνη γι' αυτό εγώ. Και πρόσθεσε: «Φύλαξε καλά αυτή την περιουσία γιατί άλλην δεν πρόκειται πια να πάρεις». Του απάντησα πώς «ούτε και περιμένω». Όταν αρραβωνιάστηκα, ήρθε να με δει και η ματαιοδοξία του μου φάνηκε πολύ ικανοποιημένη, αλλά οι σχέσεις μας παρέμειναν ψυχρές.
    Ο I.A. Σαρεγιάννης που συνάντησε τρεις τέσσερις φορές τον Καβάφη γράφει για το σπίτι του ότι βρισκόταν σ’ ένα πάνω πάτωμα μισολαΐκής και ατημέλητης πολυκατοικίας. Μόλις έμπαινες, έβλεπες ένα διάδρομο φαρδύ, κατάφορτο με έπιπλα. Τοίχος πουθενά δε φαινόταν, παντού ήταν κρεμασμένοι πίνακες ζωγραφικής, και ιδίως κάτι ράφια ή αραβικές εταζέρες με άπειρα βάζα, μικρά, μεγάλα, ή και πελώρια ακόμη. Στο διάδρομο αυτόν ήταν αραδιασμένες στη γραμμή διάφορες πόρτες• η τελευταία άνοιγε στο σαλόνι όπου ο ποιητής δεχόταν τους επισκέπτες. Την αίθουσα αυτή πολύ θαύμαζα άλλοτε, άλλα ένα πρωί του 1929 περνώντας να πάρω κάτι συλλογές του που επρόκειτο να δώσω σε φίλους του στο Παρίσι, έμεινα πολλή ώρα μόνος στο δωμάτιο αυτό, και μπόρεσα ψυχρά να το αναλύσω. Μ’ έκπληξη για πρώτη φορά αντιλήφθηκα, πως ήταν κατάφορτο από τα πιο αλλοπρόσαλλα πράγματα: βελούδινες, ξεθωριασμένες πολυθρόνες, υφάσματα παλιά Μπουχάρας και Ινδιών στα παράθυρα και στον καναπέ, ένα γραφείο μαύρο με χρυσά, καρέκλες pliantes σαν αυτές που βρίσκονται στις αποικίες, στα bungalows, ράφια στους τοίχους και τραπέζια με άπειρα κολονάκια, μια κόρη της Τανάγρας, βάζα κακόγουστα του 1900, χαλιά ανατολίτικα κάθε λογής, βάζα κινέζικα και ζωγραφιές κτλ. κτλ. Τίποτε το εξαιρετικό και το πραγματικά ωραίο δε διέκρινα· έτσι που ήταν μαζεμένα μου θύμισαν τα μαγαζιά, όπου πουλούν έπιπλα παλιά. Πόσο φως, ή με περισσότερη ακρίβεια, πόση δόση φωτός έπρεπε να έχει το περιβάλλον του σπιτιού του, πολύ φαινότανε να απασχολεί τον Καβάφη. Γι’ αυτό ανησυχούσε διαρκώς, γι’ αυτό μεριμνούσε. Σαν φωτογράφος συχνά σηκωνότανε κι’ άνοιγε, έκλεινε, μισόκλεινε σε διάφορες γωνιές τα παραθυρόφυλλα, τραβούσε ή μισοτραβούσε τους μπερντέδες, άναβε ή μισοκατέβαζε το φως της λάμπας του πετρελαίου, πρόσθετε ή ξανάσβηνε ένα ή και περισσότερα κεριά, πρόσεχε κ’ υπέβαλλε με ευγένεια σε κάθε επισκέπτη πού θα καθίσει. Δεν χρησιμοποίησε ποτέ ηλεκτρικό ρεύμα στο σπίτι του και ο φωτισμός του χώρου, μετά τη δύση του ηλίου, γινόταν με κεριά. Το βιβλιοδετείο, ας το πούμε έτσι, του Καβάφη ήταν ένα δωμάτιο γυμνό, που είχε, όταν το είδα, όλα τα παραθυρόφυλλα ανοικτά και τον ήλιον όλο μέσα. Ήταν γεμάτο με απλά τραπέζια, ή ίσως με τρίποδα και τάβλες απάνω. Εκεί βρίσκονταν σε διάφορες στοίβες τα ποιήματά του• η κάθε στοίβα αντιπροσώπευε ένα ποίημα. Όταν αποφάσιζε να στείλει μια συλλογή από τις τελευταίες του, καθόταν την παραμονή και πρόσθετε με το χέρι του στον τυπωμένο πίνακα των περιεχομένων τους τίτλους των ποιημάτων, που είχε γράψει στο μεταξύ. Στον διάδρομο του σπιτιού του βρισκόταν η βιβλιοθήκη του, έπιπλο βαρύ και άβολο. Μόνο μετά τον θάνατό του έτυχε να ρίξω τυχαία μια ματιά σ’ αυτό και μ’ έκπληξη ανακάλυψα, πως ο Kαβάφης δεν αγαπούσε τα βιβλία. Πολλά δεν ήταν, καμιά τριακοσαριά τα υπολογίζω, αλλά κι’ αυτά δεν τον αντιπροσώπευαν καθόλου, δεν σ’ έκαναν να υποψιασθείς τι άνθρωπος ήταν ο Kαβάφης. H βιβλιοθήκη του ήταν σαν το σπίτι του, ένα ανεμομάζωμα ξεκάρφωτων πραγμάτων.
    Ενώ οι περισσότεροι μιλούν για την αγγλίζουσαν προφορά του, ίσως και για κάποιες αγγλικές λέξεις που έχωνε κάθε τόσο σε αυτά που έλεγε, ο Στρατής Πασχάλης μας λέει πως άκουσε παλιότερα έναν άνθρωπο που τον είχε συναντήσει, στα νιάτα του, στην Αλεξάνδρεια, να αναφέρει: «Τίποτε απ' αυτά δεν είναι αλήθεια, μιλούσε θαυμάσια ελληνικά, χωρίς να τα συγχέει με καμιά άλλη γλώσσα, χωρίς καμιά ξενική προφορά». Ακόμα, ένα συγγενικό πρόσωπο του Καβάφη, που γνώρισε ο Στρατής Πασχάλης στα μαθητικά του χρόνια, του είπε χαμογελώντας συγκαταβατικά, όταν ήρθε στην κουβέντα η γραφική πλευρά του Καβάφη, αυτή που έβλεπαν οι λογοτέχνες, Αθηναίοι και Αλεξανδρινοί, που τον συναντούσαν τα απογεύματα στη οδό Lepsious, «αυτά -ουζάκια, ελιές και χαριτολογίες- συνέβαιναν το απόγευμα, γιατί ήθελε να κερδίσει συμπάθειες, το βράδυ ήταν ένας τρομερά σνομπ και σοβαρός ευπατρίδης που έπινε το ουίσκι του στο καζίνο, παρέα με ανθρώπους της τάξης του, παντελώς αδιάφορος για τους λογοτεχνίσκους».
    «Σήμερα το πρωί πήγα στην πόλη. Πρώτα στο Ζαχαροπλαστείο του Ζαβορίτη, κι απ’ εκεί, στο γραφείο του περιοδικού Παναθήναια. Είδα τον εκδότη Κίμωνα Μιχαηλίδη, σχετικά μ’ ένα ποίημά μου που πρόκειται υποθέτω να δημοσιεύσει. Ήταν εκεί ο διηγηματογράφος κ. Ξενόπουλος. Συστήθηκα. Συμπαθητικώτατος άνθρωπος. Μου είπε ότι θαύμαζε τα ποιήματά μου, του είπα κι εγώ θαύμαζα τα διηγήματά του. Και ειλικρινώς τα θαυμάζω. Έμεινα περίπου μιαν ώρα με τον Μιχαηλίδη και τον Ξενόπουλο, κουβεντιάζοντας κυρίως για λογοτεχνία.» Μετά τη γνωριμία του με τον Καβάφη στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1901 ο Ξενόπουλος μεταξύ άλλων τον περιγράφει στα «Παναθήναια»: «Είναι νέος, αλλ’ όχι εις την πρώτην νεότητα. Βαθειά μελαχρινός ως γηγενής της Αιγύπτου, με μαύρο μουστάκι, με γυαλιά μύωπος, με περιβολήν αλεξανδρινού κομψευόμενου, αγγλίζουσαν ελαφρότητα και με φυσιογνωμία συμπαθή η οποία όμως εκ πρώτης όψεως δεν λέει πολλά πράγματα. Υπό το εξωτερικόν εμπόρου, γλωσσομαθούς κι ευγενέστατου και κοσμικού, κρύπτεται επιμελώς ο φιλόσοφος κι ο ποιητής.»
    Το 1922 δηλώνει την πρόθεσή του να μη συνεχίσει την εργασία του στις Αρδεύσεις απ' όπου και παραιτείται με το βαθμό του υποτμηματάρχη («επιτέλους ελευθερώθηκα απ' αυτό το μισητό πράγμα») και χωρίς καμιά περίσπαση αφοσιώνεται στη συμπλήρωση του ποιητικού του έργου. Το 1926 η κυβέρνηση του δικτάτορα Πάγκαλου απονέμει στον Καβάφη το παράσημο του Φοίνικος, διάκριση την οποία ο ποιητής αποδέχεται υποστηρίζοντας ότι «Το παράσημο μου το απένειμε η Ελληνική Πολιτεία, την οποία σέβομαι και αγαπώ. Η επιστροφή του παρασήμου θα είναι προσβολή εκ μέρους μου προς την Ελληνικήν Πολιτείαν γι' αυτό και το κρατώ».
    Το 1926, ο Ξενόπουλος αποδίδοντας για μια ακόμη φορά το παλιό πορτρέτο του Καβάφη, γράφει στον Τίμο Μαλάνο: «Πολύ νέος δεν ήταν μα στιλπνός. Μ' αυτή τη στίλβη τον φέρνω πάντα στη θύμησή μου. Έστιλβαν τα κατάμαυρα μαλλιά του, η κάτασπρη χωρίστρα του, τα μάτια του πίσω απ' τα ματογυάλια, το μελαχρινό πετσί του, τα στολίδια του, τα ρούχα του όλα. Η ομιλία του πολύ αλλιώτικη απ' τη δική μας εδώ, μου φάνηκε λιγάκι επιτηδευμένη. Δεν μιλούσε ελεύθερα. Στεκόταν θα ’λεγες, να βρίσκει ή να διαλέγει τις λέξεις. Σύνολο ωστόσο πολύ ιδιόρρυθμο, πολύ συμπαθητικό και πολύ επιβλητικό. Τέτοιος ήταν εκείνο τον καιρό ο Καβάφης.»
    Ο Παλαμάς ποτέ δεν παραδέχτηκε τον Καβάφη ως ποιητή. Αλλά κι ο Καβάφης δεν συμπαθούσε τον Παλαμά. Τον έλεγε περιπαιχτικά μάλιστα Παρλαμά λόγω του ότι ήταν πολυγραφότατος (Ο Παλαμάς). Άλλωστε ο Καβάφης εκτιμούσε μόνο όσους τον θαύμαζαν και τον εκτιμούσαν σαν ποιητή.
    Η Χαρίκλεια Βαλιέρι - Καβάφη, λέει για τον θείο της: «Ο Καβάφης έγραφε ένα-δύο ποιήματα το χρόνο. Τρία, το πολύ. Τα έγραφε, τα διόρθωνε, τα ξαναδιόρθωνε, τα έσβηνε, τα ξανάγραφε. Τυραννιούντανε για να τα γράψει. Ήθελε να είναι τέλεια. Δεν ήταν η σκέψη που του έλειπε, ήτανε πώς να τα γράψει τέλεια. Εγώ ήμουνα σπίτι του - πήγαινα πολύ συχνά σπίτι του, και στο τελευταίο σπίτι που κατοικούσε, οδός Lepsius - και διάβαζα τα βιβλία που είχε. Έγραφε κι έπειτα το ξεσκούσε. Ξανάγραφε και το 'πιανε και το 'κανε μια μπάλα και το 'ριχνε με θυμό μες στο πανέρι. Τον έπιαναν τα νεύρα του. Έπειτα σηκωνούντανε τα μαλλιά του επάνω, έτσι. Κι έκανε τα χέρια του έτσι, και τα σήκων' απάνου κι έκανε: αααα! Είχε τρομερά νεύρα. Σηκωνούντανε τα μαλλιά, είχε σγουρά μαλλιά, όλοι οι Καβάφηδες είχαν σγουρά μαλλιά. Λοιπόν, σηκωνούντανε τα μαλλιά κι έλεγε αααα και τα τραβούσε. Είχε νευρική κατάσταση. Οι Καβάφηδες ήταν όλοι νευρικοί. Είχαν και τη συνήθεια του δυνατού τσαγιού, το οποίον τους έκαμνε και γινούνταν σα δαίμονες από το θυμό.»
    Στην καθημερινότητά του ο ποιητής έκανε «σχολαστική απογραφή των μεγάλων και των μικρών εξόδων, των μεγάλων και των μικρών εργασιών, των καθημερινών υποχρεώσεων, με τη σύνταξη ποικίλων πινάκων και καταλόγων. Υπάρχει κατάλογος ρούχων που παίρνει μαζί του σε ταξίδια, κατάλογος διαμαντικών της μητέρας του που του ανήκουν, κατάλογος εργασιών που πρέπει να γίνουν στο σπίτι (όπως ξεσκόνισμα κλπ.) κατάλογος με δαντέλες, προφανώς από τα υπάρχοντα της Χαρίκλειας. Έκανε και καταλόγους ποιημάτων γραμμένων στην καθαρεύουσα, αποκηρυγμένων, ατελών, χρονολογικούς πίνακες σύνθεσης ποιημάτων αλλά και θεματικούς (με βάση έναν κεντρικό χαρακτήρα τους που αφορούσε στην ιστορία, στη θρησκεία, στον απολεσθέντα χρόνο και τη φθορά, στον εγκλεισμό...). Χρονολογικά πρώτος κατάλογος είναι ένα σημειωματάριο που επιγράφεται Τζόγος.
    Ο Kαβάφης ίδρυσε και το περιοδικό Αλεξανδρινή Τέχνη, το οποίο ουσιαστικά το συντηρούσε, με τη βοήθεια του Αλέκου και της Ρίκας Σεγκοπούλου με τους οποίους συγκατοικούσε στο ίδιο κτίριο της οδού Lepsius, όπου ήταν και τα γραφεία του περιοδικού.
   Ο Μανόλης Λάσκαρης, γεννημένος το 1912 στο Κάιρο, με καταγωγή από τη Σμύρνη και αριστοκρατική γενιά, εργάστηκε ως τραπεζικός υπάλληλος στην Αλεξάνδρεια. Εκεί γνώρισε τον Καβάφη για τον οποίο λέει: «Δεν πρέπει να πλύθηκε ποτέ στη ζωή του. Ερχόταν πελάτης στην τράπεζα που δούλευα και βρόμαγε από μακριά, κι ας έβαζε φτηνά αρώματα». Ο Τίμος Μαλάνος παρά την εκτίμηση που έτρεφε στο πρόσωπο του Καβάφη, στις «Απόκρυφες σελίδες» δεν του χαρίζεται. Από μια συνάντησή τους, το 1916: «Το ότι ο Καβάφης πενήντα τεσσάρων μόλις χρονών δεν είχε τα δόντια του, τίποτα το περίεργο. Λίγοι νέοι και νέες δεν έχασαν πρόωρα τα δικά τους; Το περίεργο με τον Καβάφη είναι άλλο. Το πώς αυτός ένας εραστής τού Ωραίου, παρ' όλο που ήξερε την αστάθεια της οδοντοστοιχίας του, δεν απέφευγε να τρώει κουρμάδες μπροστά σε άλλους!». Από μία συνάντηση Καβάφη - Μαλάνου, το 1921 ή το 1922: «Τώρα πια δεν έδειχνε γέρος, μα ήτανε γέρος. Οι κουβέντες του όπως πάντα ευχάριστες. Τις διακόπτει όμως σε λίγο ένα συμπαθητικότατο γατάκι που νιαουρίζει στα πόδια μας. Κι ενώ εκείνος με πολλή στοργή σχολιάζει, φιλοσοφώντας, τις χαριτωμένες κινήσεις του μικρού ζώου, εγώ σκύβω να το χαϊδέψω. Και τότε άθελά μου βλέπω να κρέμονται λυμένα πάνω στο ένα του υπόδημα, δύο ύποπτης λευκότητας δεσίματα απ' το μακρύ του εσώρουχο. Ένας άλλος θα αηδίαζε. Εγώ τον δικαιολόγησα. Δεν είχα μπροστά μου ένα μπεκιάρη; Ποιος να τον περιποιηθεί; Ποιος να τον φροντίσει; Ποιος να του ετοιμάσει καθαρά εσώρουχα; Όσο συλλογιζόμουνα αυτά όλα, δεν μου ήτανε δυνατό να δικαιολογήσω τον επίσημο εραστή του. Αλήθεια, πώς μπορούσε να κοιμάται μ' ένα τέτοιο γέρικο κι αηδιαστικό σώμα; Και μόνη η αναπαράσταση με τη φαντασία μου μιας τέτοιας σκηνής εμένα τουλάχιστο με ανατρίχιαζε. Όχι όμως κι εκείνον. Αλλά και γιατί να τον ανατριχιάσει; Λίγοι στην κοινωνία μας κάνουν από ανάγκη και αηδέστερες δουλειές; Γιατί μια δουλειά κατά βάθος είχε διαλέξει και αυτός. Μια δουλειά που του εξασφάλιζε ένα παρόν τεμπελιάς και μαζί ένα ξέγνοιαστο μέλλον. Την ανέμελη δουλειά του ζιγκολό. Ποιος ήταν ο ζιγκολό; Ο κληρονόμος Αλέκος Σεγκόπουλος, που βρέθηκε μπλεγμένος στο ερωτικό δίχτυ του Καβάφη, από το 1916 ως το 1933».
E. M. Forster (1879-1970)
    Χάρη στη λογοτεχνική φιλία του Άγγλου μυθιστοριογράφου Ε.Μ. Forster και του Κωνσταντίνου Καβάφη και με τη μεσολάβηση του πρώτου, ο Καβάφης βρίσκεται ξαφνικά, έστω και δι’ αντιπροσώπου, να συνομιλεί με το μεγάλο λογοτεχνικό κέντρο. Μεταφράσεις ποιημάτων του από τον Αλεξανδρινό δικηγόρο Γιώργο Βαλασσόπουλο αρχίζουν να δημοσιεύονται στα σημαντικότερα λογοτεχνικά περιοδικά της Βρετανίας (μεταξύ των οποίων το Criterion του Έλιοτ, το Αthenaeum και το Νation). Ο Forster επιμελείται τις μεταφράσεις, κάποτε με τη συνδρομή και άλλων, όπως ο Τ.Ε. Lawrence (ο γνωστός Λόρενς της Αραβίας) που αποδεικνύεται καβαφικός φαν. Τα ποιήματα γίνονται δεκτά με ενθουσιασμό και πολύ σύντομα ο Λέοναρντ Γουλφ, σύζυγος της Βιρτζίνια, προτείνει μια έκδοση ποιημάτων στα αγγλικά από τον εκδοτικό τους οίκο, τον Ηoggarth Ρress. Στέλνει μάλιστα στην Αλεξάνδρεια, εν έτει 1925, και σχετικό συμβόλαιο. Τότε ο Καβάφης κάνει μια από τις πιο αινιγματικές κινήσεις της εκδοτικής του ζωής: αρχίζει να κωλυσιεργεί (λέει στην αρχή ότι οι μεταφράσεις χρειάζονται ξανακοίταγμα). «Η επίμονη σιωπή του με κάνει να πιστεύω ότι ουσιαστικά είναι ενάντιος σε κάθε πιθανή δημοσίευση μεταφρασμένων ποιημάτων του σε βιβλίο» γράφει ο Forster, που μάλλον πιάνει διαισθητικά την ουσία του θέματος. Ο Καβάφης έκανε με τις αγγλικές μεταφράσεις ό,τι και με τα ποιήματά του στα ελληνικά: ανέβαλλε την οριστική τους έκδοση και διάθεση σε βιβλίο ώστε ουσιαστικά αυτή να γίνει μετά τον θάνατό του (η πρώτη αγγλική έκδοση σε βιβλίο έγινε τελικά σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, πάντα από τον Ηoggarth Ρress των Γουλφ αλλά με άλλον μεταφραστή, τον Ιωάννη Μαυροκορδάτο). Και άλλοι λόγοι μπορεί να συνετέλεσαν σε αυτή την κωλυσιεργία, όπως ότι ο πρώτος μεταφραστής καθυστερούσε, ή δεν φαινόταν έτοιμος να μεταφράσει τα ερωτικά ποιήματα. Ίσως όμως βαθύτερα, η απόσταση που κρατάει ο Καβάφης, τόσο στη φιλία του με τον Forster όσο και στην προοπτική της έκδοσής του στα αγγλικά, να έχει να κάνει με ένα βαθύτερο παιχνίδι εξουσίας. Ο Καβάφης αρνείται να αφήσει να τον κάνουν ό,τι θέλουν. Δεν δέχεται ούτε την αγγλική έκδοση ως αυτοσκοπό ούτε τον Forster ως Πυγμαλίωνα.
    Από το 1930 αρχίζει να υποφέρει από το λάρυγγά του και τον Ιούλιο του 1932 οι γιατροί διαγιγνώσκουν καρκίνο του λάρυγγα. Έρχεται στην Ελλάδα, το 1932 για να κάνει τραχειοτομή και στερείται τον προφορικό λόγο. Επικοινωνεί πια με τους επισκέπτες του με γραπτά σημειώματα. Ο Ι.Α. Σαρεγιάννης μας λέει πως οι γιατροί συμβούλεψαν τον Καβάφη μετά την εγχείρησή του στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού, να πάγει στην εξοχή για να αναλάβει. Ο ποιητής ανέβηκε στην Κηφισιά στο αναρρωτήριο «Αναγέννηση». Στην πρώτη μου επίσκεψη εκεί τον ρώτησα, αν ήταν ευχαριστημένος, αν του άρεσε η Κηφισιά. Με τράβηξε στο παράθυρο. Μου έδειξε το θαυμάσιο τοπίο… «Με πλήττουν», μου είπε στη λιγοσύλλαβη γλώσσα, που του είχε αφήσει ακόμη στη διάθεσή του η ελεεινή κατάσταση του λαιμού του. Στην Κηφισιά δεν κάθισε πολύ καιρό. Φώναξαν και διαμαρτύρονταν οι γιατροί του. Εκείνος δεν τους άκουσε. Κατέβηκε στην Αθήνα και εγκαταστάθηκε στην Ομόνοια. Το ξενοδοχείο του όμως με τα πελώρια σαλόνια του δεν κατόρθωνε να τον συγκρατήσει, ούτε σαν ήταν περιτριγυρισμένος από ένα σωρό φίλους, περίεργους ή θαυμαστές. Ένα απόγευμα αργά που είμαστε μαζεμένοι γύρω του καμιά εικοσαριά, μας ζήτησε «συγγνώμην» και μας άφησε «για λίγα λεπτά» για να ανέβει, όπως είπε, στο δωμάτιό του. Αργούσε όμως, και επειδή βιαζόμουν έφυγα χωρίς να τον αποχαιρετήσω. Δεν είχα απομακρυνθεί πολύ από το ξενοδοχείο του και τον αντιλήφτηκα να τριγυρνά μέσα στο πλήθος της Ομόνοιας. Δεν τον πλησίασα. Τον παρακολούθησα από μακριά και τον είδα να μπαίνει και να βγαίνει στην οδό Αθηνάς, στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου και στους άλλους γύρω δρόμους. Περπατούσε βιαστικά, με το κεφάλι μισογερμένο δεξιά και προς τα πάνω, με τα μεγάλα δάκτυλα των χεριών του μισοχωμένα στις μασχάλες του γελέκου.
    Τον Απρίλιο του 1933 η κατάστασή του επιδεινώνεται σοβαρά. Η φίλη του Ρίκα Σεγκοπούλου τού ετοιμάζει μια βαλιτσούλα για το νοσοκομείο, που βρισκόταν απέναντι από το σπίτι του. Διαισθάνεται ότι δεν πρόκειται να επιστρέψει και ξεσπάει σε αναφιλητά. Καθώς δεν μπορεί να μιλήσει, της γράφει: «Αυτή τη βαλίτσα την αγόρασα πριν 30 χρόνια, ένα βράδυ βιαστικά για να πάω στο Κάιρο για διασκέδαση. Τότες ήμουν υγιής, νέος και όχι άσχημος». Στις 29 του ιδίου μήνα, ξημέρωμα των γενεθλίων του, αφήνει την τελευταία του πνοή. Η ανιψιά του Χαρίκλεια Βαλιέρι - Καβάφη, σχολιάζει: «…στο τέλος της ζωής του ήταν πολύ άρρωστος, είχε καρκίνο στο λαιμό. Πέθανε απ' αυτό. Κι ήτανε μόνος του, μ' ένα στενό φίλο, τον Σεγκόπουλο, εις τον οποίον αφήκε την περιουσίαν του κι όλα τα έπιπλα της γιαγιάς και του παππού μου, στα οποία είχαμε δικαίωμα η εξαδέλφη μου κι εγώ. Ήτανε του παππού μου. Ο Κωστής είχε ένα μέρος. Δεν κάναμε φασαρία όταν ανοίξαμε τη διαθήκη. Τα πήρε όλα ο Σεγκόπουλος.» «Ο Καβάφης τελείωσε την τη ζωή του στις 29 Απριλίου του 1933, σ’ ένα μακρόστενο φέρετρο τοποθετημένο στην εκκλησία του Αγίου Σάββα όπου οι καμπάνες χτυπούσαν αραιά και πένθιμα...».

1. Ο Αλέκος Σεγκόπουλος ήταν εκτελεστής της διαθήκης και κύριος  κληρονόμος του Κ.Π. Καβάφη. Γιος του Δημητρίου Α. Σεγκόπουλου και της Μαρίας (Μαρίκας), το γένος  Πρέσσα, γεννήθηκε στον Βόλο στις 2 Φεβρουαρίου 1898, πρώτος από τέσσερα αδέλφια. Ο πατέρας του πέθανε το 1906. Η μητέρα του ήταν μοδίστρα και είχε εργασθεί για τη μητέρα του Καβάφη, Χαρίκλεια. Η γνωριμία του με τον Καβάφη στην Αλεξάνδρεια χρονολογείται το 1917. Το 1918, μαζί με τον Πόλυ Μοδινό, έδωσε διάλεξη για την καβαφική ποίηση. Το κείμενο της διάλεξης, το  οποίο θεώρησε και ίσως έγραψε ο ίδιος ο Καβάφης προκάλεσε αντιδράσεις. Η διάλεξη εκδόθηκε το ίδιο έτος με τίτλο «Διάλεξις περί του ποιητικού έργου του Κ.Π. Καβάφη». Το 1926 παντρεύτηκε την Ρίκα Αγαλλιανού και έζησαν στην οδό Lepsius στο ίδιο κτήριο με τον Καβάφη. Πέθανε το 1966. Η Ρίκα (Ροδόπη) Αγαλλιανού-Σεγκοπούλου σπούδασε νομικά και άσκησε το επάγγελμά της ως βοηθός του δικηγόρου Τσαούση, στην Αλεξάνδρεια. Μαζί με τον Α.Γ. Συμεωνίδη διηύθυνε το περιοδικό Αλεξανδρινή Τέχνη, που είχε ιδρύσει ο Καβάφης και εκδιδόταν από το 1926 ως το 1930. Ήταν συντάκτρια της εφημερίδας Ταχυδρόμος, ανταποκρίτρια της Βραδυνής και μέλος του Γραφείου Τύπου του Γενικού Προξενείου Αλεξανδρείας. Ήταν η πρώτη που επιμελήθηκε την έκδοση των 154 «αναγνωρισμένων» ποιημάτων του ποιητή, το 1935, στην Αλεξάνδρεια. Μετά το διαζύγιό της με τον Α. Σεγκόπουλο παντρεύτηκε ξανά και πέθανε στη Νέα Σμύρνη το 1956. [ΕΛΙΑ-ΜΙΕΤ (Ελληνικό Λογοτεχνικό και Ιστορικό Αρχείο) Πηγές: Υλικό του αρχείου, Ανυπόγραφο, Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, Χάρης Πάτσης, 1968, τομ.12, Ανυπόγραφο, Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Αθήνα, Χάρης Πάτσης, 1968, τομ.1, Μ. Σαβίδης, «Βιογραφία», http://www.kavafis.gr/kavafology/bio.asp (17.2.2009)].
 
γιώργος παναγιωτίδης
Σταχυολόγηση βιογραφικών στοιχείων του Κωνσταντίνου Καβάφη από τις παρακάτω πηγές:
1. Δασκαλόπουλος Δημήτρης, Ο βίος και το έργο του Κ.Π. Καβάφη, εκδ. Μεταίχμιο, 2002.
2. Mαλάνος Tίμος, O ποιητής K.Π. Kαβάφης - O άνθρωπος και το έργο του - Οριστική έκδοση, συμπληρωμένη και με άλλες μελέτες εκδ. Δίφρος, 1957. 
3. Πιερής Μιχάλης (επιμέλεια), Εισαγωγή στην ποίηση του Καβάφη, Πανεπιστημιακές εκδ. Κρήτης, 2001.
4. Σαββίδη Λένα  (επιμέλεια), Λεύκωμα Καβάφη 1863-1910, εκδ. Ερμής, 1983.
5. Σαρεγιάννης I. A., «Ο Καβάφης άνθρωπος του Πλήθους»  εκδ. Ίκαρος, 1973.
6. Σαρεγιάννης I. A., «Το πιο τίμιο - την μορφή του» Σχόλια στον Καβάφη εκδ. Ίκαρος, 1964.
7. Τσίρκας Στρατής, Ο Καβάφης και η εποχή του εκδ. Κέδρος, 8η εκδ. 1987 (1η εκδ. 1958)


8. Σπουδαστηρίο Νέου Ελληνισμού, Αρχείο Καβάφη (Το σύνολο των χειρογράφων, βιβλίων, εγγράφων, φωτογραφιών και άλλων τεκμηρίων τα οποία είχε διατηρήσει και ταξινομήσει ο ίδιος ο Καβάφης και μετά τον θάνατό του, το 1933, πέρασαν στον κληρονόμο του Αλέκο Σεγκόπουλο. Ο Σεγκόπουλος τα διαχειρίστηκε αρχικά με τη βοήθεια της πρώτης συζύγου του Ρίκας Αγαλλιανού και στη συνέχεια με τη βοήθεια πολλών μελετητών, με άνισα ωστόσο αποτελέσματα. Το 1963 ο ίδιος ο Σεγκόπουλος ανέθεσε τη μελέτη και την έκδοση του Αρχείου Καβάφη στον Γ. Π. Σαββίδη. Το 1969, μετά τον θάνατο του Σεγκόπουλου, η δεύτερη σύζυγός του και κληρονόμος του Κυβέλη Τρεχαντζάκη πούλησε το Αρχείο Καβάφη στον Γ. Π. Σαββίδη, ο οποίος προώθησε αρχικώς την καταλογογράφηση και τη μικροφωτογράφιση του Αρχείου και στη συνέχεια προχώρησε στη σταδιακή έκδοση του υλικού με τη βοήθεια άλλων φιλολόγων. Το 1995, μετά τον θάνατο του Σαββίδη, το Αρχείο Καβάφη περιήλθε στην κυριότητα του Μανόλη Σαββίδη, ο οποίος το ενέταξε στο υλικό του Σπουδαστηρίου Νέου Ελληνισμού (από την ίδρυση αυτής της μη κερδοσκοπικής εταιρείας το 1996) και το διαχειρίζεται με τη βοήθεια των φιλολόγων Νταϊάνα Χάας, Ρενάτα Λαβανίνι και Μιχάλη Πιερή.) εφ. το Βήμα, 30/9/2009
9. «Η ΜΟΡΦΗ ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΒΑΦΗ», το επεισόδιο της εκπομπής «ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ» από το αρχείο της ΕΡΤ.