Ελισάβετ Κοτζιά: "Ορατών τε πάντων και αοράτων"



"Ορατών τε πάντων και αοράτων"

    Ένα εσωτερικό οδοιπορικό, μια υπαρξιακή περιπέτεια, μια εξερευνητική αναζήτηση, ένας ψευδαισθητικός αντικατοπτρισμός, ένα μακρύ ταξίδι με προορισμό ένα νέο μακρύ ταξίδι, μια ιστορία χωρίς τέλος. Αυτό είναι το μυθιστόρημα του Γιώργου Παναγιωτίδη «Ερώτων και αοράτων» (εκδ. Γαβριηλίδη, σελ. 265) που έλαβε το φετινό βραβείο μυθιστορήματος του περιοδικού «Διαβάζω». Μια ιστορία μυστηρίου αγίων και δαιμόνων, με εξαϋλωμένες μορφές και φασματικούς ήρωες, με αγίους και σαλούς, με θαύματα και οράματα, με φλεγόμενες από τον ερωτικό πόθο ψυχές και πυρακτωμένες από το πάθος της αλήθειας συνειδήσεις. Μια ποιητική εκδοχή του κόσμου, που η εκφορά των τόνων της άλλοτε παραπέμπει στον Όμηρο και την Αγία Γραφή και άλλοτε στη «Γυναίκα της Ζάκυνθος» και την «Αποκάλυψη του Ιωάννη». Μια σύνθεση ωστόσο με ενότητα και αρκετά ικανοποιητική συνοχή, που με φυσικότητα διαπλέκει τις περιστάσεις της περιπετειώδους μετακίνησης προς το άγνωστο με τους πανίσχυρους κλυδωνισμούς της ψυχής που αγωνιά και ψάχνει.

    Ξυπνώντας από έναν τρομακτικό εφιάλτη, ο αφηγητής βρίσκεται μέσα σε ένα τρένο έχοντας απέναντί του μια μικροκαμωμένη άγνωστη γυναίκα, την οποία λόγω της χαροκαμένης της μορφής θα την ονομάσει Ερημιά. Αντικείμενο του ταξιδιού της είναι, όπως σύντομα θα διαπιστώσει, η αναζήτηση του πλατωνικού της εραστή Ιωάννη, ο οποίος ξεκίνησε σαράντα οκτώ ώρες νωρίτερα προκειμένου να επισκεφθεί τρεις αποκαλούμενους Αγίους σε μακρινούς, μη κατονομαζόμενους τόπους. Οι τρεις αυτές φιγούρες πιστεύουν πως μίλησαν με τον Θεό καθώς, έχοντας και οι τρεις βρεθεί από ατύχημα ή αρρώστια στο κατώφλι του θανάτου, τον πλησίασαν τόσο πολύ ώστε αντίκρισαν το Μέγα Φως του. Ο ίδιος ο αφηγητής είναι παπάς που ταξιδεύει με σκοπό να διαπιστώσει επιτοπίως εκ μέρους των θρησκευτικών αρχών, αν οι αποκαλούμενοι Άγιοι παραβιάζουν τα δόγματα και τους κανόνες της επίσημης χριστιανικής Εκκλησίας. Από κοινού οι δύο ταξιδιώτες θα διασχίσουν κάμπους και βουνά, θα οδοιπορήσουν και θα επιβιβαστούν σε πλοία, θα καταλύσουν σε ορεινά και νησιωτικά χωριά, θα συναντήσουν παράδοξες μορφές και θα ακούσουν παράξενες ιστορίες.

    «Ερώτων και αοράτων»: Το συμμετρικό και το ασύμπτωτο είναι ιδέες που εισάγονται εξαρχής από τον ίδιο τον τίτλο του μυθιστορήματος και συνεχίζονται –τελετουργικά επαναλαμβανόμενες– μέσα από τη διάρθρωση των κεφαλαίων, η οποία εντελώς ενδεικτικά εκδιπλώνεται ως εξής: «Η αρχή του κόσμου», «το βιβλίο»… «ζώντας με τους νεκρούς», «ο έρωτας»… «ο γέρος», «ο πρώτος τόπος», «ο άγιος κυνηγός», «η εκκλησία, ο σταυρός και ο ταύρος», «η πρώτη ιστόρηση του γέρου»… «ο Χείρωνας (ο Κένταυρος, γιος του Κρόνου)», «η πλάνη», «ο χωριάτης που ετοίμαζε τη βάρκα του για τον κάτω κόσμο»… «η δεύτερη ιστόρηση του γέρου»… Παραθέτω αναλυτικά τους τίτλους,, καθώς επιπροσθέτως προσφέρουν μια ζωηρή εικόνα της σχέσης του αφηγήματος του Γιώργου Παναγιωτίδη με τα μυθολογικά μοτίβα, τις αλληγορίες, το μαγικό παραμύθι, τα ιερά κείμενα και τις λαϊκές παραβολές – στοιχεία που σε συνδυασμό με την περιγραφική δεινότητα και το χάρισμα του αφηγητή να αναδεικνύει τη ρεαλιστική λεπτομέρεια, τον βοηθούν να μετατρέπει το απίστευτο ονειρικό σε απτή πραγματικότητα. Κρυφοί πόθοι, λοιπόν, χιμαιρικά ονειροπολήματα, ανομολόγητες επιθυμίες, μιαρές συνευρέσεις, απροσδόκητες συναντήσεις, ακατανίκητες ροπές, ανεξέλεγκτες εμμονές και λυσσασμένες αντιδράσεις. Διχασμένοι ανάμεσα στον έρωτα και τον θάνατο, τη θεία λαχτάρα και τη φονική μανία, οι μοναχικοί, εντελώς απροσάρμοστοι ήρωες του Παναγιωτίδη βιώνουν σαν να είναι εντελώς καθημερινές και τρέχουσες, απόκρυφες εμπειρίες ζώντας μέσα σ’ ένα σύμπαν τελετουργικό, μέσα σε ένα περιβάλλον συμβολικών χειρονομιών και επαναλαμβανόμενων αναπαραστάσεων. Δεν θα αποκαλύψω την τελική λύση για να μην καταστρέψω τη λαχτάρα του αναγνώστη να ανακαλύψει τι γίνεται παρακάτω – θα συναντήσει επιτέλους η Ερημιά τον πολυπόθητο Ιωάννη; Η σπειροειδής ωστόσο δύναμη που κινεί το αφήγημα έχει φορά προς τα κάτω, καθώς δεν είναι η ευλογία, το άγιο και το θείο που κυριαρχούν, αλλά το μιασματικό, το βέβηλο και το ιερόσυλο. Με αποτέλεσμα, η μυστική εμπειρία των ηρώων να μην οδηγεί σε μια θαυματουργή ένωση αλλά σε μια επαναλαμβανόμενη εμφάνιση του διαφεύγοντος φάσματος, υποβάλλοντας το αίσθημα ότι βρισκόμαστε μπροστά στον εφιάλτη του ad infinitum. Σκιές, οπτασίες, δαίμονες και φαντάσματα. Έχει κανένα λόγο να μας ενδιαφέρει σήμερα μια ιστορία υπερβατικής εμπνεύσεως που παραμένει κι εξαντλείται μέσα στην απόλυτη επικράτεια του φανταστικού; Νομίζω πως έχει, διότι ο Παναγιωτίδης δημιουργεί το ιδιαίτερο πεζογραφικό σύμπαν του και σχολιάζει τα τεκταινόμενα στους κόλπους του, κατορθώνοντας να χειριστεί με σχετική επάρκεια τα πολύπλοκα εργαλεία της λογοτεχνίας.


     08-06-2008
επίσης:   "Ο νέος δάσκαλος κέρδισε το στοίχημα" της Όλγας Σελλά
πηγή: http://www.kathimerini.gr/