Έχε γεια


Alberto Galvez
Πλησίασε στο νιπτήρα γυμνός και το πάχος της κοιλιάς του ανασηκώθηκε σαν ακούμπησε την κρύα πορσελάνη. Χώρεσε το κρανίο του κάτω από τη βρύση κι απόλαυσε τους κυματισμούς του ζεστού νερού στα μεγάλα αυλάκια που έκανε το λίπος στο λαιμό του. Ευθύς σχηματίστηκαν ορμητικά ρυάκια, γλείφοντας τον όγκο του, κυκλώνοντάς τον και καταλήγοντας στο μωσαϊκό δάπεδο, μια λιμνούλα θολή που άπλωνε μέχρι να χαθεί μες στου σιφωνίου το βρωμερό άνοιγμα.
Επιδέξια απάλλαξε το κεφάλι του από τη δύσκολη θέση και το βόλεψε στους στενούς του ώμους. Κοιτώντας με ορθάνοιχτα μάτια την οροφή του μπάνιου, σείστηκε να διώξει το νερό από πάνω του, χώνοντας με βία τους παραφουσκωμένους δείκτες του μες στα μικρά αυτιά του. Κτύπησε μετά δυο φορές με τεντωμένες παλάμες το χαλαρό του υπογάστριο κι αναστέναξε κρεμώντας ως το πηγούνι την μπλάβα του γλώσσα. Το σωρευμένο πάχος του λαιμού του ταλαντεύτηκε.
Αμέσως μετά χτύπησε τα ποδοδάχτυλά του στην υγρασία παρατηρώντας τα. Ξεκίνησε από τα δυο μικρά για να καταλήξει σ' ένα ηχηρό πλατς των δυο μεγάλων. Τα ξαναχτύπησε. Το έκανε πέντε λεπτά συνεχώς αυτό με ρυθμό. Σταμάτησε ξαφνικά. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Απέναντί του και πίσω απ’ το νέφος των ατμών ελάχιστα διακρινόταν το τερατώδες αχλαδόσχημό του σώμα. Βύθισε τα χέρια στα κρεμασμένα στήθη του με ερευνητική σπουδή. Άρχισε να τα μαλάζει κι αυτό κράτησε άλλα πέντε λεπτά.
Έστρεψε το κεφάλι του ένα τέταρτο δεξιά. Στον τοίχο μια ελαιογραφία περίτεχνη χωρίς κορνίζα έσταζε τους υγροποιημένους υδρατμούς που τη μούσκευαν. Ένα ψάρι γίγαντας με μάτια πεταγμένα, πρησμένα χείλη κι αγκάθινη χαίτη ως τρομερή τιάρα να καθορίζει τη ράχη του. Άνοιξε τα χέρια του όσο του επέτρεπαν τα κυβικά τετραγωνικά του χώρου και το πλεόνασμα των κιλών του. Όπως το ζωγραφισμένο ψάρι που ήταν με τα βράγχια του ολάνοιχτα σα θωρηκτό με τον εξοπλισμό του. Το κοίταξε στα μάτια και μάσησε απ’ το νερό που κύλαγε πάνω στο πρόσωπό του όσο κατέληγε μες στο τεράστιό του στόμα. Το σάλιο του κι η θερμή υγρασία κολπώσανε τα μάγουλα του. Φάτε μάτια ψάρια, είπε και μάζεψε συστηματικά με τον αντίχειρά του όσο νερό παρέμενε στο σώμα του εγκλωβισμένο σε μόνιμες πτυχώσεις. Λίγο εκεί που θά ’πρεπε να είναι η μέση του και λίγο εκεί που κρυβόταν ο αφαλός του. Ακούστηκε κι απ’ το σιφώνιο κάτι σα ρέψιμο καθώς κύλισε και χάθηκε κι η τελευταία σταγόνα.
Σχεδόν στεγνός ανασήκωσε το δεξί του πόδι με τη λεκάνη μαζί αφού από το βάρος φοβόταν να λυγίσει το γόνατο παρά μόνο λίγο. Έγειρε προς τ' αριστερά το πόδι που πατούσε, το σώμα προς τα δεξιά για να ισορροπήσει ως άλλος σχοινοβάτης. Ταλαντεύτηκε μια φορά εμπρός, μια φορά πίσω και ισορρόπησε. Προέταξε το ανασηκωμένο πόδι δέκα εκατοστά κι αποφασιστικά στερέωσε στο δάπεδο τη μουλιασμένη του πατούσα. Στην επόμενη κίνηση το άλλο πόδι ακούμπησε χάμω με τη φτέρνα κι αυτό έγινε αιτία να γλιστρήσει. Χάθηκε το ψάρι από μπρος του κι ο κόσμος όλος. Κατακλυσμιαία πετάχτηκε το δεξί πόδι προς τα πάνω, το αριστερό λύγισε μ’ ένα κρακ κι εξαπλώθηκε με πάταγο όλο του το σώμα στο πάτωμα. Κατά την πτώση, χτύπησε το κεφάλι του στην άκρη του λουτήρα κι αντήχησε το σπάσιμο περίεργα μες στο λουτρό και μες στα αυτιά του.

(δημοσιευμένο στο λογ/κο περιοδικό "Μανδραγόρας", τεύχος 22-23)

γιώργος παναγιωτίδης

επιστροφή