ΤΑ ΔΥΟ ΟΛΑ


Τα δύο όλα
ποίηση
εκδόσεις Μανδραγόρας, 1995
(εξαντλημένο)


Τα όντα εκεί
 

Την ώρα του ξημερώματος νέφη βαρύτατα κατέκλυσαν το γύρω τόπο, άβολα ακουμπισμένα το ένα στα πλευρά του άλλου, άλλο με τον όγκο του κάθετο κι άλλο οριζόντιο και στέκονταν ως συμπαγείς λευκότητες συνεχώς σκοτεινότερες με κίνηση οργιώδη μέσα τους μόνο κι έτσι πλάγιαζαν πάνω απ’ όσα γίνονταν με ταχύτητα και θόρυβο δικό τους και κάλυπταν τον τόπο όλο ή κάποτε ορθώνονταν ως σφήνα νεφελώδης αφήνοντας γυμνό τον άλλο ουρανό, με την κορυφή τους στο έδαφος, χαμένα στα ύψη εκτείνονταν και πάλι πλάγιαζαν και περιόριζαν το φως μέσα στο σκότος που καθόταν.

Από τα νέφη κάτω πιασμένα με το πυκνό τους φύλλωμα μέσα σ’ αυτά και με τις ρίζες στο κενό απλωμένες να στάζουν κομμάτια νέφους, δέντρα μεγέθους κι ηλικίας κρέμονταν μ’ ανέμους από μέσα τους αμολημένους να θορυβούν ανοίγοντας δρόμους από το φύλλωμα τους κι από το σώμα τους ανάμεσα που έκλειναν μετά, άνοιγαν πάλι κι έδερναν με κρότους παταγώδεις σαν χτυπιόνταν τα δέντρα μεταξύ τους κι έτσι με την ανάμνηση αυτή γκρεμίζονταν εκείνα τα κομμάτια νέφους που έπεφταν με τα τέσσερα κι άλλα με τα δύο, ανέπαφα πάνω στο χώμα κι άλλα πλατάγιζαν με τις φτερούγες που άπλωναν ή μες στο βυθό χάνονταν με μια βουτιά.

Από του τόπου την ύλη περίπλοκες μηχανές γίνονταν και τον διάνυαν ως στιλπνά αρθρόποδα με κίνηση αστεία ή άλλες ως ερπετά μεταλλικά κι άλλες κυλούσαν καθισμένες σε σφαίρες ή χτυπώντας τον αέρα υπερυψώνονταν κι αιωρούνταν πάνω από τον τόπο όλο και τον σχεδίαζαν ως δημιουργοί του. Εκεί από τις μηχανές του γινόταν ο τόπος και πάλι οι μηχανές από τον τόπο τους γίνονταν και κάθε φορά οι μηχανές πληθαίνοντας λιγόστευαν τον τόπο τους κι ο τόπος πλήθαινε τις μηχανές του και γινόταν αυτός τόπος μηχανή κι οι μηχανές κομμάτια τόπου με κίνηση δική τους ως αρθρόποδα ή ερπετά τοπία ή άλλα σηκώνονταν προς τα νέφη με τη γη να στάζει από το σώμα τους κι άλλα ως σφαίρες ταξίδευαν κυκλικά.


 Ονόματα μόνΟ 

Όσα ποτέ δεν ειδώθηκαν ούτε ποτέ θα ιδωθούν και μόνο το καθένα στο συνεχές αργότερα τον εαυτό του αναβάλλει, όπου παντού παρών είναι ο ορίζοντας κι ο φώσφορος εκεί το φως αποστράφηκε, όσα ποτέ δεν αγγίχτηκαν ούτε ποτέ θα αγγιχτούν αλλά με τέτοια τρέφονται επιθυμία και διατηρούν  ανέπαφα τα αισθητήρια αυτά, σαν σε αχρηστία, έτσι δίχως ιστορία, δίχως προσδοκίες, με υποψίες ιδωμένα, δεν παύουν να είναι.

Έτσι βρέθηκε στον τόπο της διαρκούς κίνησης, στον τόπο δίχως χώρο και στον τόπο που δεν είναι εδώ ή πουθενά και μέσα στους καλπασμούς του ανέμου βρέθηκε γυμνός, γερασμένος ταχύτατα. Ήδη άσθμαινε. Φορτώθηκε στα μάτια του ο τόπος. Να ο βράχος μου, του βούισε η γύρω θάλασσα κι ο βράχος χτυπιόταν με φως και θάλασσα για λίγο κι έπειτα σκοτείνιαζε και φούσκωνε με συριγμούς και ρόγχους. Αμετάκλητες διαπιστώσεις τρέφουν μέσα μου τα ονόματά τους, κρότησε ο βράχος ρεύτηκε κι ο ονοματέμπορος ως οστά ενδεδυμένα στροβιλιζόταν άθελά του κι άκουγε.

Θυμοί πανύψηλοι και αναλύσεις επιβεβλημένες που φτεροκόπησαν αλλά σώπασαν. Ονόματα που ανταπέδωσαν με μεγάλες ταχύτητες του χρόνου, ως χλευασμοί κι επιθέσεις εκ των προτέρων νικηφόρες, μυκήτων και βακτηρίων, δήλωσε ο βράχος καθός βυθιζόταν. Μόνο το σκότος δίνει και παίρνει ονόματα, κατάλαβε και πνίγηκε.

Έτσι ο θάνατος πλησίασε πολύ και μεσ' από τα ονόματα ήρθε. Ούτε ο χρόνος να περάσει, ούτε δυστυχία ή ευδαιμονία, ούτε φως ή σκότος, αλλά ως πάθος που ήταν ανάμεσα και δεν είναι, έτσι ήρθε ως αταίριαστες οσμές στις εποχές τους και στους αγρούς τους καλλιέργειες αταίριαστες, δίχως κανείς να τα αισθάνεται όλ' αυτά ή αυτόν τον ερχομό, σαν να μην ήρθε τελικά και σαν να μην υπήρξε τίποτα εκεί που τώρα τίποτα δεν είναι.

"Τα όντα εκεί", η πρώτη έκδοση του πρώτου μέρους του βιβλίου, Αλεξανδρούπολη 1989.


γιώργος παναγιωτίδης



Η μετάβαση από τα καθιερωμένα μοτίβατου έμμετρου λόγου σε λεκτικές όψεις που ρισκάρουν νέες συνθέσεις προϋποθέτουν δύο τινά: α) ένα αγριεμένο αλλά στοχαστικό βλέμμα και β) την εξάντληση των τεχνικών που ίσχυαν ή και ισχύουν. Με πρωταγωνιστές την αμφιβολία και την υποψία θα δοκιμάσουμε να παρουσιάσουμε αυτό που απλώνεται μπροστά στους οφθαλμούς μας. Ένα κείμενο-αίνιγμα ως προς το είδος που αποπειράται να εισαγάγει. Τόσο η τεχνική (μέθοδος-ύφος) όσο και τα ψήγματα μιας εκρηκτικής αναζήτησης συνιστούνένα μορφοπλαστικό πάθος που διεκδικεί την αναμέτρηση με ό,τι προϋπήρξε. Ερμηνευτικά απρόσιτο το κείμενο θυμίζει, με την περιεκτική διατύπωσή του την κρυπτικότητα των δελφικών χρησμών. Χρήστος Ηλιόπουλος, περιοδικό "Μανδραγόρας", τεύχος 14-15, Οκτώβριος '96 - Φεβρουάριος '97