
Όλοι σε κάποια φάση της ζωής μας, ψάχνουμε για ένα Θεό, ψάχνουμε για ένα σωτήρα διαμεσολαβητή, ψάχνουμε για έναν Άγιο. Τον επινοούμε, τον κυνηγάμε, τον ικετεύουμε. Με δεδομένη την έλλειψη του γέλιου, της χαράς από τον χριστιανισμό και την τέχνη του, στις σελίδες του βιβλίου επιχειρείται ένας έλεγχος της χριστιανικής θρησκείας και πίστης. Συμφύρονται η αγιοσύνη με την απόλυτη αμαρτία, οι άγγελοι και οι δαίμονες, τα ορατά και τα αόρατα, τα επιτρεπτά και τα ανεπίτρεπτα. Ένας έρωτας που για άλλον προορίζεται και αλλού καταλήγει. Μια αγάπη που προσφέρεται και την αρνιούνται. Μια ύβρης μεγαλειώδης στην ασημαντότητά της. Με θητεία στον Όμηρο και τις γραφές, στο δημοτικό τραγούδι (παραλογές κυρίως) και στον Κάφκα, ο Παναγιωτίδης δεν διστάζει να παραπέμψει, φανερά ή υποδόρια.
Οι τίτλοι των κεφαλαίων θυμίζουν τη βιβλική τους προέλευση και νοηματοδοτούν την πορεία της αφήγησης. Αναφέρω ενδεικτικά: «Η αρχή του κόσμου» (το όνειρο και το ταξίδι), «Το βιβλίο» (αφορμή ζωής, γνώσης και πλάνης), «οι Άγιοι» (αυτοί που μίλησαν με τον Θεό και «στάθηκαν για λίγο στη θύρα του θανάτου»), «Η Ερημιά» (που έζησε το θανατικό από μικρή και βουτήχτηκε στη θλίψη. συγκατοικεί με τους νεκρούς μέχρι που αποφάσισε να αδειάσει «σχεδόν το σπίτι από την ψυχή του»), «Ο Έρωτας» (που έρχεται, ανατροπέας μέγας, εκεί που δεν τον περιμένεις). Στο κεφάλαιο με τον Χείρωνα, τον Κένταυρο γιο του Κρόνου, όπου η ειδωλολατρία αντιμάχεται τον χριστιανισμό, ο καλπάζων θρησκευτικός σκεπτικισμός χρειαζόταν να τιθασευτεί λίγο από τον συγγραφέα, για να αποφευχθεί ή έστω και ηθελημένη απλοϊκότητα.Ιδιαίτερα σχολιάστηκε από την κριτική η έκπληξη του τέλους. Η εντύπωσή μου είναι ότι δεν πρόκειται για έκπληξη. Από την αρχή ο Παναγιωτίδης προϊδεάζει για την πιθανή εξέλιξη της ταυτότητας των προσώπων του. η σύγχυση ταυτοτήτων και η παραλληλία στα ζητούμενα των ηρώων βάζει σε υποψία τον αναγνώστη. Ήμουν περίπου σίγουρη για το ποιος ήταν ο Ιωάννης και ποια σχέση τον συνέδεε με τον ιερέα-αφηγητή και με την Ερημιά (άλλοτε ως κύριο όνομα και άλλοτε ως προσηγορικό). Αυτό όμως καθόλου δεν μείωσε τη επιθυμία μου να ολοκληρώσω την ανάγνωση και να απολαύσω τη γοητεία που αυτή που παρείχε.
Λογοτεχνία γίνεται αυτό που συμβαίνει και αυτό που θα μπορούσε να έχει συμβεί ή να μην συμβεί ποτέ, αν δεν υπάρξει ένας άνθρωπος προικισμένος, ικανός να το επισημάνει, να το απομονώσει, να το παρατηρήσει, να το εντάξει σε ένα οργανικό σύνολο και κυρίως να το αφηγηθεί με τέχνη, ικανότητα που διαθέτει ο Γιώργος Παναγιωτίδης.
Μαρία Στασινοπούλου
πηγή: περιοδικό «Εντευκτήριο», τεύχος 81





